«Νύχτα ξελογιάστρα», λέει ένα λαϊκό άσμα κι έχει δίκιο. Δεν ξέρω πώς γίνεται κι όταν νυχτώνει, ειδικά μετά τα μεσάνυχτα, οι ώρες περνούν γλυκά. Ειδικά, αν έχεις βγει για ποτό, τότε δε θες να ξημερώσει. Πόσοι, άραγε, είμαστε σε τούτον τον κόσμο που θέλουμε να γυρνάμε σπίτι όταν ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του;

Είμαστε παιδιά της νύχτας. Λειτουργούμε καλύτερα όταν δύσει ο ήλιος και κάτι μαγικό συμβαίνει στον οργανισμό μας. Όλες οι δουλειές μας γίνονται πιο εύκολα, είμαστε σε καλύτερη διάθεση κι απολαμβάνουμε την ημέρα. Όταν οι υπόλοιποι ηρεμούν απ’ τους ρυθμούς, εμείς είμαστε στην καρδιά της πόλης. Τις καθημερινές, βέβαια, δε γίνεται αυτό καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις το πρωινό ξύπνημα, όσο κι αν το αποφεύγουμε είναι υποχρεωτικό. Παρασκευή βράδυ, όμως, είναι σαν να μας κάνουν μια μικρή ένεση και θέλουμε να ξεκινήσει το πάρτι.

Σάββατο, ειδικά, περιμένουμε το ξενύχτι. Δε μας ενδιαφέρουν τα χαλαρά ποτά. Βέβαια όσες φορές ξεκινάμε για ένα χαλαρό ποτό, πάλι ξημερώματα γυρνάμε σπίτι -άλλο αυτό. Ζούμε για την ώρα που θα μπούμε στο κλαμπ ή στα μπουζούκια και ξέρουμε πως θα φύγουμε το ξημέρωμα. Γκρινιάζουμε όταν στριμωχνόμαστε, αλλά μας αρέσει. Δε θα αποχωρήσουμε πριν αδειάσει το μαγαζί. Ιεροσυλία. Η καλύτερή μας στιγμή είναι όταν το μαγαζί αδειάζει, έχουμε το χώρο μας, έχουμε πιει τα ποτά μας και ξεκινάει η διασκέδαση. Ειδικά, αν είμαστε στα στέκια μας, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα καλύτερα. Κάνεις δε θα μας παρεξηγήσει, αντιθέτως, θα μας κεράσουν και κανένα σφηνάκι.

Στα στέκια μας ειδικά μετά τις πέντε το πρωί, έχουμε γιορτάσει για τον έρωτά μας, έχουμε κλάψει για τον χωρισμό μας κι έχουμε τραγουδήσει για την καψούρα μας. Συνήθως οι τελευταίοι στο μαγαζί γνωριζόμαστε μεταξύ μας και γινόμαστε μια μεγάλη παρέα. Θα αναχωρήσουμε όχι μόλις δούμε τις ακτίνες ήλιου, αλλά μόλις το μαγαζί ανάψει τα φώτα. Ακόμα κι αν έχουν ανοίξει οι ουρανοί, εμείς τα φώτα περιμένουμε. Μας διώχνει το μαγαζί, αν και δε θέλουμε να φύγουμε.

Βγαίνεις έξω και φοράς γυαλιά ηλίου. Δε βλέπεις και καθαρά, αλλά δεν έχει σημασία. Εσένα σε νοιάζει ότι πέρασες καλά με την παρέα. Η πόλη εκείνη την ώρα σου προσφέρει την πιο μαγική της στιγμή. Δεν έχει ξυπνήσει ακόμα για τα καλά κι εσύ την απολαμβάνεις. Είναι μοναδική εκείνη η ώρα, αγαπάς την πόλη λίγο παραπάνω.

Όταν μπαίνεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς για να γυρίσεις σπίτι τότε συναντιούνται δυο γενιές. Είναι οι νέοι που γυρνούν απ’ το ξενύχτι μαζί με εκείνους που ξύπνησαν για τις δουλειές τους. Είσαι εσύ που ζαλίζεσαι απ’ τα ποτά κι είναι η γιαγιά δίπλα που ετοιμάζεται για την εκκλησία. Κάποιοι νευριάζουν που εσύ γυρνάς σπίτι κι αυτοί θα πάνε για δουλειά. Είναι, όμως, κι εκείνοι που χαμογελούν γιατί τους θυμίζεις τα νιάτα και τις τρέλες τους.

Όμορφα είναι τα ξημερώματα που σε βρίσκουν και σε σπίτια φίλων μετά από ατέλειωτες συζητήσεις και παιχνίδια, ακόμα και μεθύσια. Ξεχωριστά τα ξημερώματα που σε βρίσκουν αγκαλιά με τον άνθρωπό σου. Και να ξέρεις πως το ξημέρωμα λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες. Ακόμα κι οι μεθυσμένοι σωστά τα λένε.

Συντάκτης: Βασιλική Κόντε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη