Κι ενώ πετάς αμέριμνα πάνω στους χρωματιστούς αιθέρες σου, φυσάει ένας άνεμος δυνατός και σε ρίχνει κάτω. Σου ‘ρχεται η απόρριψη από εκεί που δεν το περιμένεις. Θα παραπλανήσεις τον εαυτό σου με το έτσι θέλω ότι μια φάση είναι, θα περάσει, δεν μπορεί… Αμ δε θα περάσει, το μόνο που του πέρασε είσαι εσύ! Τώρα πια έχεις άπειρο χρόνο να μελετήσεις κάθε του μήνυμα στο κινητό, το messenger, το viber, (γιατί όχι;) και στο skype. Μπορεί και το κόμμα να έπαιξε το ρόλο του σ’ αυτή την ιστορία.

Οι κολλητοί παίρνουν τηλέφωνα, εσύ απαντάς ένα «βαριέμαι» και το κλείνεις. Λες κι αν κλειστείς στο δωμάτιό σου και δεινοπαθήσεις, θα το μυριστεί και θα έρθει να σου πετάει πετραδάκια στο παράθυρο, μέχρι να του ανοίξεις. Θα μείνεις μέσα, λοιπόν… Σαν αυτομαστίγωμα, θέλεις να τιμωρήσεις τον εαυτό σου που ξενέρωσε πριν ξενερώσεις και τι θα κάνεις τώρα. Αλλά όχι. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι σαν τους άλλους. Αυτός θα στείλει. Κούνια που σε κούναγε!

Έχει περάσει καιρός, οι φίλοι σου πλέον σου βαράνε τα κουδούνια. Εσύ θυμάσαι τον εαυτό σου να κάθεται στην τραπεζαρία και κάτι θολά πρόσωπα γύρω σου, σαν κάτι να σου λένε, μα δεν τα ακούς. Ο ήχος έρχεται αργά-αργά κι όσο δυναμώνει η ένταση εσύ ταράζεσαι και σαν να επανέρχεσαι από υπνωτισμό, αρχίζεις να συνειδητοποιείς τι συμβαίνει γύρω σου.

Για να γλυτώσεις απ’ τη βαβούρα τους θα βγεις. Απλά πράγματα, δεν είσαι για πολλά-πολλά. Ακόμα σκέφτεσαι μη σε πετύχει πουθενά και νομίσει ότι περνάς καλά μακριά του κι ότι πήγες παρακάτω. Τι συμφορά κι αυτό, εσύ να φλέγεσαι, να λιώνεις κι ο άλλος να πιστεύει ότι είσαι στα καλύτερά σου!

Μπαίνετε στο μαγαζί κι εσύ στρογγυλοκάθεσαι στο σκαμπό, εκείνο στο μπαρ, το γωνιακό, το απομονωμένο. Με όσους λιγότερους έρθεις σε επαφή, τόσο το καλύτερο. Παριστάνεις την πιστή Πηνελόπη… Περιμένεις το αμόρε σου να γίνει Οδυσσέας. Άσε μας, καημένε. Άνοιξε τα μάτια σου επιτέλους. Βγάλε και το cd του Λιδάκη απ’ το αυτοκίνητο, δεν έγινε ο κόσμος, μάτια μου, για να τον συναντήσεις. Έλεος, δηλαδή!

Ούτε και σήμερα έστειλε. Μετράς τις μέρες, όπως οι κατάδικοι. Αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια ο θυμός. Αντίο μιζέρια, καλώς ήρθες τρελέ μου εαυτέ! Τώρα θα βγαίνεις στην πένα, θα χαμογελάς, θα δείχνεις άνετος και προσιτός. Θα τρέξουν τα υποψήφια θύματά σου να σε κυνηγήσουν.

Κλασική κότα εσύ, μόλις σου ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση θ’ αποχωρήσεις αγκαλιά με τα κολλητάρια σου και θα επιστρέψεις στο κρεβάτι σου, που ευτυχώς δεν έχει στόμα να μιλήσει. Γιατί αν είχε, θα σ’ έβριζε το έρμο που για έναν χαμένο Οδυσσέα, το κάνεις συνέχεια μούσκεμα και το ταλαιπωρείς. Που δεν το αφήνεις να ξεκουραστεί από σένα κι αρχίζει να παίρνει τη μορφή σου.

Σ’ αυτό το στάδιο, λοιπόν, εσύ ακόμα περιμένεις. Εθελοτυφλείς σε σημείο αηδίας. Γίνεσαι χάνος, πιο χαζός κι απ’ τα ραδίκια, που λένε. Άραγε, γιατί τα ραδίκια θεωρούνται χαζά; Αναπάντητα ερωτήματα, αναπάντητες κλήσεις, μηνύματα που δε γράφτηκαν ποτέ, τηλέφωνα που δε χτύπησαν. Θα στείλει. Περισσότερη επιμονή κι απ’ τα γαϊδούρια. Νισάφι, πια!

Τουλάχιστον τώρα, ανέκτησες την κοινωνικότητά σου. Δε σκοτώνεις με το βλέμμα σου, ρίχνεις και το δικό σου πού και πού σ’ εκείνον που σημασία δε σου ‘δινε, αλλά κάτι σου ‘βγαλε, ρε παιδί μου. Ίσως σου άρεσε αυτή η μυστικοπάθεια που έβγαζε η αδιαφορία του. Κι εσύ, τις ξεχωρίζεις τις αδιαφορίες από χιλιόμετρα! Σαν το χταπόδι, που δε στρώνει αν δεν το πετάξουν πάνω στα βράχια με άχτι…

Άλλη μια μέρα έφυγε, άλλη μια μέρα που δεν άκουσες εκείνη τη φωνή. Εδώ που τα λέμε, έφτασες σε σημείο που δε θυμάσαι καν τη χροιά του. Μονάχα από συνήθεια σκέφτεσαι αυτή τη φιγούρα πού και πού. Συνήθισες να βάζεις τον εαυτό σου σε θέση αναμονής. Τίποτα παραπάνω.

Βγαίνεις έξω κι αυτή τη φορά το εκπέμπει η αύρα σου, έχεις ελευθερωθεί εσωτερικά κι εξωτερικά από εκείνη τη σκιά. Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού σου βλέπεις κάποιον να στέκεται δίπλα σου. Κοινή παρέα, μιλάει με το φίλο σου, κάτι σου ξυπνάει. Μα εκεί το πείσμα σου, το ναρκώνεις και το βάζεις για ύπνο. Ας περιμένεις λίγο ακόμα. Όμως, μια φωνή μέσα σου σού φωνάζει «Φτάνει!». Δίκιο έχει. Φτάνει! Δε θα πετάξεις άλλη μια γνωριμία, δε θα χάσεις άλλη μια ευκαιρία.

Προτού καν το καταλάβεις, έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν σου κάνει πλάκα ο Θεός. Σκέφτεσαι ότι είναι πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό. Τρομάζεις λίγο. Είναι σαν ν’ ανακάλυψες μια καινούρια Γη. Φεύγουν οι παρωπίδες (που οικειοθελώς είχες φορέσει) κι απολαμβάνεις το θέαμα. Παίρνεις το απόλυτο κάποιου και συνειδητοποιείς ότι τόσο καιρό περίμενες το τίποτα κάποιου ασήμαντου κι επιτέλους γέρνει η ζυγαριά στο παρόν και το μέλλον, που σ’ εκπλήσσει διαρκώς ευχάριστα.

Αποχωρεί ο «ένας» που ζητούσες εμμονικά στην άλλη γραμμή του ακουστικού, δεν του ταιριάζει πια ο τίτλος. Το μόνο που σκέφτεσαι πλέον είναι ότι έφαγες τα καλύτερά σου χρόνια περιμένοντας ένα τηλεφώνημα. Ένα τηλεφώνημα που πάλι καλά που δεν έγινε ποτέ. Ευτυχώς, σκέφτεσαι, που δε βρήκε γραμμή κατειλημμένη ο άνθρωπος που έφερε τον έρωτα στο στόμα, το σώμα και το μυαλό σου. Αυτός που δε σε πήγε μέχρι τα σύννεφα, αλλά σε ταξίδεψε σε ολόκληρο το ηλιακό σύστημα κι ακούμπησε με τα δάχτυλά του τους πλανήτες για να στους δείξει…

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Σταμπουλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη