Έκλεισα τα ανοικτά ηλεκτρονικά μηνύματα, έκλεισα τον υπολογιστή, δεν έβλεπα την ώρα να φύγω απ’ την εταιρεία. Το γραφείο, το κτήριο, οι άνθρωποι, οι φάκελοι με έπνιγαν σήμερα. Λες και με κορόιδευαν που δεν τόλμησα να σηκώσω κεφάλι, να επαναστατήσω, να δουλέψω για ένα αγαθότερο σκοπό απ’ το να στηρίζω τον καπιταλισμό τους.

Ξεκίνησα βιαστικά για το σπίτι, εκεί που μπορώ να εξαφανιστώ. Μπήκα, έκλεισα την πόρτα πίσω μου και με δύο μόνο κινήσεις πέταξα ό,τι ρούχο είχα πάνω μου. Ήταν λες και με βάραιναν, λες και με κρατούσαν κλειδωμένη τις δώδεκα προηγούμενες ώρες της ζωής μου, που σήμερα μου φάνηκε ότι απλά τις σπατάλησα.

Με μια ακόμη κίνηση βρέθηκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, αλλά αυτή τη φορά το κεφάλι μου δεν ακούμπησε στο μαξιλάρι. Βρέθηκα απ’ την αντίθετη μεριά του κρεβατιού. Γύρισα στο πλάι και ξάπλωσα στο χέρι μου. Η στάση αυτή πάντα με ηρεμεί. Είναι λες κι αγκαλιάζω εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Λες και τον παρηγορώ πως όλα καλά θα πάνε.

Μπροστά μου η ανοιχτή μπαλκονόπορτα, την έσυρα στη μια πλευρά για να έχω απρόσκοπτη θέα στον ήλιο που έδυε σιγά-σιγά. Έχει μια μαγεία αυτή η ώρα της μέρας, τα πάντα ηρεμούν, χαλαρώνουν ρυθμούς, λες και παραδέχονται την ήττα τους ή πανηγυρίζουν τις μικρές νίκες της μέρας τους και παραδίδονται αβίαστα στο φεγγάρι που ακολουθεί.

Την ηρεμία και τους παλμούς που έπεσαν διαδέχτηκαν οι σκέψεις, αυτές που όταν ηρεμεί λίγο το πνεύμα, εισβάλουν στο μυαλό –κυρίως τις νύχτες– και δε σε αφήνουν να ησυχάσεις. Οι σκέψεις αυτές που σε κάνουν να σκέφτεσαι πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή σου αν άνοιγες την πόρτα με το νούμερο Α αντί για την πόρτα με το νούμερο Β.

Αυτές οι σκέψεις, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι θα γινόταν αν έδινα τον εαυτό μου πιο συχνά, πιο απλόχερα, αν έκανα περισσότερα ταξίδια αντί να κυνηγώ υποχρεώσεις, δουλειά, εκκρεμότητες. Αν μου επέτρεπα να αγαπήσω και να αγαπηθώ χωρίς ενοχές και συμβατικά «πρέπει».

Τι θα γινόταν αν έκανα αυτό κι όχι το άλλο; Η ζωή μας όλη ένα τρεχαλητό, να κάνουμε τα πάντα, να ευχαριστήσουμε τους πάντες, να μη χάσουμε στιγμές. Ζούμε υπό το φόβο, αυτό το φόβο που περιγράφεται με ένα εύστοχο ακρωνύμιο: F.O.M.O (Fear Of Missing Out). Είναι η συνειδητοποίηση ότι μόλις επιλέξω να ανοίξω την πόρτα Α και να δω τι κρύβεται πίσω απ’ αυτήν, όλες οι άλλες επιλογές εξαφανίζονται γιατί όλες οι άλλες πόρτες, πιθανόν να μην ανοιχτούν ποτέ.

Ίσως για αυτό το λόγο δυσκολεύεται κανείς να δεθεί με ανθρώπους, να δεσμευτεί, να επιλέξει συνειδητά ένα πράγμα, γιατί ξέρει ότι μόλις το επιλέξει γίνεται η πραγματικότητά του. Η στιγμή της απόφασης μετατρέπει το αντικείμενο της απόφασής σου από πιθανότητα σε γεγονός και διαλύει την πεποίθηση του «όλα είναι πιθανά, όλα μπορούν να συμβούν».

Μόλις αποφασίσεις να πεις «ναι» σε ένα πράγμα, είναι λες κι αυτομάτως λες «όχι» σε άλλα τόσα. Σε εκείνο το σημείο είναι που αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι αδύνατο να χωρέσουμε περισσότερες ώρες στο εικοσιτετράωρο της μέρας, ότι είναι αδύνατο να τα ζούμε όλα, να τα γευόμαστε όλα, να τα νιώθουμε όλα.

Σχεδόν βίαια επανέρχομαι στο ηλιοβασίλεμα, εκείνος παρ’ όλες τις σκέψεις δε σταματά να δύει. Ο ήλιος αποδέχεται το ρόλο του, το πόστο του στο γαλαξία, ότι φέρνει το φως για κάποιες ώρες της μέρας κι ότι μετά πρέπει να αποχωρήσει, να αφήσει τη θέση του στο φεγγάρι.

Ίσως απλά πρέπει να αποδεχτούμε ότι είναι εντάξει να ζητούμε περισσότερα, είναι εντάξει να ψάχνουμε την πληρότητα, αλλά συγχρόνως οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι η ουσία κρύβεται σε αυτά που ήδη έχουμε μπροστά μας, τους ανθρώπους που επιλέξαμε να έχουμε στη ζωή μας, τις αγάπες που κρατήσαμε και τελικά στη δύση του ήλιου.

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη