Καθόμουν που λες χαλαρή κι αγνάντευα με τον καφέ στο χέρι, χαμένη στις σκέψεις μου όπως πάντα. Μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω λίγο το ράδιο, να ακούσω μουσική. Και δεν ήθελα πάλι ξένα, ήθελα κάτι ελληνικό. Και πήγα και το άνοιξα -που να μου κοπεί το χέρι!

Τι ήθελα και το άνοιξα. Ωραία μουσική, δε λέω, μα ο στίχος με τσίγκλησε, «αν με θέλεις μη με ψάχνεις σε λιμάνια ξένα, είμαι εδώ που μ’ άφησες». Καλά τα λέει η κοπελιά. Έπιασα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει τους συγκεκριμένους στίχους. Ναι, έχει δίκιο.

Αν με θέλεις, ξέρεις πού θα με ψάξεις και που θα με βρεις. Εγώ σταματάω εδώ. Τέρμα οι προσπάθειες οι δικές μου. Καλή η επιμονή κι η προσπάθεια, αλλά δε θα παραμείνω ο μαλάκας της υπόθεσης. Προσπάθησα όσο γινόταν και με το παραπάνω, μα τέρμα. Δεν μπορώ να προσπαθώ και να αντικρίζω απέναντί μου έναν τοίχο φτιαγμένο από ατσάλι, δεν μπορώ να τον σπάσω.

Ξέρω, ξέρω. Λένε άμα αγαπάς προσπαθείς κι επιμένεις κι αερολογίες και μπλα-μπλα. Όχι, όλα έχουν ένα σημείο -υπάρχει κι η αξιοπρέπεια. Δεν μπορείς να επιμένεις σε κάτι γκρίζο και κενό απέναντί σου. Γι’ αυτό κι είπα τέλος. Άμα θες να με ξαναδείς, ξέρεις πού θα με βρεις. Στα ίδια μπαράκια και σοκάκια. Δε θα αλλάξω τις συνήθειές μου μετά από εσένα, απλά και μόνο επειδή δε θα είσαι κι εσύ μαζί μου.

Δε σου υπόσχομαι πως θα σε δεχθώ πίσω, γιατί αυτό που με πόνεσε περισσότερο ήταν η αδιαφορία σου, εκείνη που ανέχτηκα αρκετά. Εκείνη που για χάρη της ξεχείλισε το ποτήρι για να λέω τώρα «Φτάνει»!

Μην προσδοκάς ένα happy end, αν ποτέ σου δεήσεις κι επιστρέψεις. Ναι, καλό το ρομαντικό παιδί που κοιμάται μέσα μου, αλλά κάπου έχει παρατραβήξει το κακό και ξύπνησε κι αυτό. Όσο ρομάντζο κι αν θέλω στη ζωή μου, σίγουρα δε θέλω κάποιον που να ‘ναι αδιάφορος δίπλα μου και μόνο όταν μένει μόνος καταλαβαίνει πόσο με χρειαζόταν τελικά.

Φυσικά και δε μετανιώνω για τίποτα. Γιατί αν μετάνιωνα κι άρχιζα να λέω κι εγώ «Μακάρι να μη σε γνώριζα ποτέ, με κατέστρεψες, φύγε» και διάφορες άλλες αερολογίες, δε θα μάθαινα ποτέ. Γιατί κάθε άνθρωπος που έρχεται ή φεύγει απ’ τη ζωή σου, σου μαθαίνει και κάτι. Εσύ είσαι κάπου στη μέση, μια με την μπροστινή, μια με την όπισθεν.

Δε θα αγνοήσω όσα περάσαμε μαζί, ούτε θα στο κρατάω που δεν κατάφερες να κρατήσεις τις δικές σου υποσχέσεις. Ούτε που στάθηκες ανεπαρκής για τα δικά μου συναισθήματα. Και μη με πάρεις για καμιά φαντασμένη. Γιατί άλλο να μιλάμε για τα συναισθήματά μας κι άλλο να το βλέπουμε σε πράξη. Εκεί ήταν λοιπόν που δε φάνηκες αντάξιος.

Δε θα σε προσβάλω με το να πω πως δε μου άξιζες, ή πως ήσουν λίγος για εμένα. Αυτά είναι μαλακίες. Δεν μπορώ ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος να κρίνει τον άλλο και να λέει αυτός είναι λίγος, αυτός έδωσε πολλά και δεν πήρε τίποτα πίσω. Γιατί ο έρωτας κι η αγάπη, δεν είναι συναλλαγή για να μετράει ο καθένας τι δίνει και πόσα ρέστα παίρνει πίσω.

Έτσι, αν τυχόν με ψάξεις, ξέρεις πού θα είμαι. Μην έρθεις όμως σε καμιά δεκαριά χρόνια και μου πεις «Έλα ρε, πού χάθηκες τόσο καιρό;», γιατί ειλικρινά, θα σου σπάσω το κεφάλι στα δύο. Ζούμε στον 21ο αιώνα, αν, πες, ντρεπόσουν να πάρεις ένα τηλέφωνο, ή να στείλεις έστω ένα μήνυμα, δόξα το Θεό υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου μπορείς να γίνεις επισήμως stalker και να δεις τι κάνει ο άλλος.

Κι ούτε τα «Χάθηκες. Ναι, αλλά δε με έψαξες», μετρούν για εμένα. Γιατί εγώ σε έψαξα και προσπάθησα. Από εδώ και πέρα όμως σταματώ. Για αυτό αν θέλεις ποτέ να με ψάξεις, ξέρεις πού θα με βρεις.

 

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη