Συχνά θεωρούμε ανθρώπους δεδομένους. Λες και θα τους έχουμε για πάντα δίπλα μας. Έτσι πίστευες κι εσύ, πως θα ήμουν πάντα εκεί, να περιμένω χωρίς να ξέρω ποτέ τον χρόνο αναμονής. Έτσι νόμιζες. Πού να φανταζόσουν πως θα ερχόταν η στιγμή που οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν;

Σαφώς δε σε κατηγορώ για κάτι. Δεν έχουν, βλέπεις, όλοι το προνόμιο να νιώθουν και να αγαπούν και στη συνέχεια να το αξιοποιούν. Οι περισσότεροι το διαχειρίζονται σαν κάτι περαστικό, γιατί δεν πιστεύουν πια στον έρωτα. Το αντιμετωπίζουν σαν ένα παιχνιδάκι που σήμερα το θέλουν κι αύριο όχι. Έτσι κι εσύ.

Πίστευες, λοιπόν, πως ποτέ δε θα μπορούσα να σε αφήσω πίσω. Πως δε θα μπορούσα να σε ξεπεράσω. Πως θα με είχες του χεριού σου όποτε κι αν εσύ γούσταρες. Λογάριαζες χωρίς τον ξενοδόχο!

Είχα αλλάξει για εσένα. Έγινα κάτι που δεν αναγνώριζα, κάτι που δε μου άρεσε, κάτι που δεν ήθελα για εμένα. Τότε, όμως, δεν καταλάβαινα. Είχε θολώσει η λογική μου, το κάνει αυτό το συναίσθημα.

Γι’ αυτό κι έπρεπε να τα ξεκαθαρίσω με τον εαυτό μου. Να δω τι μου αξίζει. Αν μου αξίζει να είμαι χαρούμενη μία μέρα κι απογοητευμένη τις επόμενες τρεις; Αν θα μπορούσα να ζω συνεχώς με το άγχος να είμαι πάντα σωστή για εσένα.

Και ξέρεις τι κατάλαβα; Πως τελικά δε ζούσα τη σχέση μας. Μια σχέση που με εξουθένωνε, γιατί δε με έκανε χαρούμενη, ενώ εσύ έμενες από συνήθεια, γιατί απλά ήμουν το δεδομένο σου. Το τέλος το δώσαμε κι οι δύο. Με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο είχες πει: «Θα ξανάρθεις, θα σε περιμένω». Χαμογέλασα και σου είπα «Μπορεί να είσαι εσύ αυτός που θα γυρίσει» για να απαντήσεις «Αυτό δεν πρόκειται» όταν έκλεινα την πόρτα.

Το είχα πάρει απόφαση πια πως δε μας ένωνε κάτι. Δεν είχα ελπίδες για μια επανασύνδεση, δεν ήθελα να γυρίσεις πίσω γιατί ήξερα πως θα απογοητευόμουν πάλι, όπως τόσες φορές. Ο καιρός πέρασε κι εγώ κατάφερα εκείνο που όλοι νόμιζαν ακατόρθωτο: Να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου. Να μη σε θυμάμαι πια. Να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια χωρίς να αναμένω κάτι από εσένα.

Και τότε γύρισες. Γύρισες όταν είδες πως εγώ είχα φύγει πολύ μακριά από εσένα. Τόσο μακριά που τίποτα δε θα με έκανε να επιστρέψω, ούτε καν η μετάνοιά σου. Ακόμη κι αν κατάλαβες το λάθος σου, όπως είπες, ακόμη κι αν έριξες την αξιοπρέπειά σου για να έρθεις πίσω, αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνη που θα πει «όχι».

Δεν είναι από εκδίκηση ή αντίποινα. Απλά, μου τέλειωσες. Δεν αναστατώνομαι πια στο άκουσμα του ονόματός σου, δε χάνω πλέον τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου όταν σε βλέπω και το χειρότερο, δε με νοιάζει αν εσύ είσαι αυτός που πληγώνεται τώρα απ’ τη στάση μου. Δεν ήθελα ούτε θέλω ποτέ το κακό σου. Απλά όσο με ένοιαζες εσύ, ξεχνούσα τον εαυτό μου, κάτι που μου απαγόρευσα να ξανακάνω.

Με κοιτάς με απορία. Ψάχνεις να βρεις εκείνο το ευάλωτο κορίτσι που δε σου χαλούσε χατίρι, που σε περίμενε πάντα εκεί χωρίς να κάνει βήμα μπροστά. Εκείνο το ερωτευμένο κοριτσάκι που έλιωνε για εσένα.

Το παιχνίδι μαζί μου το έχασες, αγάπη μου. Ο μεγάλος ηττημένος, τελικά, είσαι σσύ που πίστευες πως ποτέ δε θα σε άφηνα πίσω, θα σε περίμενα και δε θα προχωρούσα.

Να μάθεις, λοιπόν, πως η ζωή προχωρά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όταν πλέον το αποδεχτείς. Γιατί ποτέ δεν πρέπει να υποτιμάς τον άνθρωπο που σ’ αγάπησε, παρά την ταλαιπωρία. Γιατί τότε γυρνάς πίσω και ψάχνεις τα δεδομένα σου που τώρα έχουν γίνει ζητούμενα.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη