Παιδί. Μια λέξη που ακούς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Μια λέξη συνδυασμένη με τόσα θετικά συναισθήματα και που στο άκουσμά της σου φέρνει μόνο χαμόγελα, είτε γιατί αρχίζει και χτυπάει το καμπανάκι που σου λέει ότι είσαι έτοιμος να γίνεις γονιός είτε γιατί μακροπρόθεσμα έχεις στα σχέδιά σου να αποκτήσεις ένα παιδί.

Αφενός, ένα παιδί φέρνει μεγάλη χαρά και ζωή στην καθημερινότητά σου κι αφετέρου, σου αλλάζει εντελώς τα μέχρι πρότινος δεδομένα, αφού ένα παιδί χρειάζεται ειδική μεταχείριση.

Εδώ είναι, λοιπόν, που έρχεται στο προσκήνιο μια εύλογη απορία. Πώς μπορείς να μιλήσεις σε ένα παιδί; Να του μιλάς και να το αντιμετωπίζεις σαν ενήλικα, ή να του μιλάς σαν μωρό, τι του αρμόζει;

Πολλοί θα πουν πως στα παιδιά πρέπει να μιλάμε στη γλώσσα τους, σαν μωρά. Είναι, όμως, όντως σωστή αυτή η λογική; Όντως χρειάζεται να μιλάμε στα παιδιά σαν να είναι μωρά που δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω τους; Κάπως έτσι δεν υποτιμάμε τη νοημοσύνη τους; Κάπως έτσι δεν τους στερούμε την εμπιστοσύνη μας, που τόσο έχουν ανάγκη για να εξελιχθούν και να πιστέψουν, με τη σειρά τους, στον εαυτό τους;

Θα πρέπει να μάθουμε να τα αντιμετωπίζουμε σαν ενήλικες συνομιλητές κι όχι σαν μωρά. Τα παιδιά ακούνε και βλέπουν, καταλαβαίνουν τι γίνεται γύρω τους, αντιλαμβάνονται πολλές φορές περισσότερα από μας, αφού έχουν ανεπτυγμένες την αίσθηση της συμπόνιας και της κατανόησης, καθώς ακόμα δεν έχουν περιορίσει και τη φαντασία τους.

Κι όταν, ακόμα, μιλάμε μαζί τους ή είναι παρόντα σε συζητήσεις μας με τρίτους κι εκφράσουν μια απορία για μια λέξη ή μια φράση μας, αυτό που δεν πρέπει ποτέ να τους λέμε είναι «δεν ξέρεις ούτε χρειάζεται να μάθεις, είσαι μικρό ακόμα». Θέλουν να ανακαλύψουν τον κόσμο και δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τους το στερήσουμε.

Οφείλουμε να τους εξηγήσουμε, να τους δείξουμε ότι τα λαμβάνουμε υπόψη, ότι είναι σημαντικά κι όχι υποδεέστερα. Αυτή η εμπιστοσύνη, ο σεβασμός κι η ειλικρίνεια είναι μια σημαντική επένδυση για το μέλλον της σχέσης μας με τα παιδιά μας, καθώς αν αισθανθούν ελεύθερα κι αποδεκτά θα κάνουν κι εκείνα χώρο στον κύκλο τους για μας.

Αναπτύσσουμε, έτσι, μαζί τους διάλογο, ο οποίος τονώνει την αυτοπεποίθησή τους, αφού βλέπουν ότι μας ενδιαφέρει η γνώμη τους. Αυτό, μελλοντικά, θα συνεχιστεί χτίζοντας έτσι μια σχέση εμπιστοσύνης κι επικοινωνίας, ακόμη κι όταν μεγαλώσουν.

Μεγάλο λάθος κάνουμε επίσης στη συμπεριφορά μας σε κάποιο μικρό τραύμα τους ή ατύχημα, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Αμέσως τρέχουμε πανικόβλητοι με γλυκόλογα κι υπερποστατευτικότητα, κάνοντας τα παιδιά ανασφαλή και προσκολλημένα πάνω μας. Ακόμα, χειρότερα, όταν, για παράδειγμα, κουτουλήσει πάνω στον τοίχο, προσωποποιούμε τον τοίχο και πετάμε φράσεις τύπου «Κακέ τοίχε, χτύπησες το μωράκι μας». Ακυρώνουμε αμέσως την απροσεξία του παιδιού και σπεύδουμε να μεταφέρουμε την ευθύνη αλλού, ακόμα και σε κάτι άψυχο, μαθαίνοντάς το μια ζωή να αποποιείται την ευθύνη, να μην αναγνωρίζει τα λάθη του άρα και να μην τα διορθώνει.

Η σωστή αντιμετώπιση θα ήταν πρώτα να ηρεμήσουμε το παιδί, καθώς μια γρατσουνιά δεν είναι κάτι τόσο τρομερό και θα περάσει γρήγορα κι αφετέρου να του μάθουμε στο μέλλον να είναι πιο προσεχτικό αν θέλει να αποφύγει τον πόνο. Σίγουρα θα ακολουθήσει και μια αγκαλιά για να νιώσει ασφαλές, όχι όμως υπερβολές, που το καθιστούν αδύναμο.

Ακόμη κι όταν τα επιβραβεύουμε, πρέπει να τους εξηγούμε το γιατί. Αυτό θα λειτουργήσει σαν κίνητρο για περισσότερες θετικές συμπεριφορές Δε είναι σωστό να τα γεμίζουμε δώρα, παιχνίδια και γλυκά για να καλύψουμε τα συναισθηματικά κενά της απουσίας μας, για παράδειγμα, ούτε να τα μάθουμε να περιμένουν συνεχώς κάτι απ’ τους άλλους, καθώς μεγαλώνοντας θα χρειαστεί να συνειδητοποιήσουν με τον δύσκολο τρόπο πως κανείς δεν τους χρωστάει τίποτα κι αν θέλουν να κερδίσουν κάτι θα πρέπει να δουλέψουν γι’ αυτό.

Φυσικά σε όλα υπάρχουν και κάποια όρια. Να μιλάμε στα παιδιά σαν ενήλικες, ναι, αλλά με τον σωστό τρόπο, γιατί ας μην ξεχνάμε πως παραμένουν παιδιά -έξυπνα, αλλά αγνά. Γι’ αυτό και κάποια πράγματα, ευτυχώς, δεν τα βλέπουν όπως οι ενήλικες. Χρειάζονται υπομονή κι εξηγήσεις.

Ναι, να τα συμπεριλαμβάνουμε σε συζητήσεις και σε δουλειές του σπιτιού, να νιώθουν αποδεκτά και χρήσιμα, αλλά με μέτρο κι όρια. Ναι, να υπάρχει πειθαρχία, αλλά κυρίως να μη χάνουν την παιδικότητά τους.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη