Έφυγα. Τόσο αθόρυβα χωρίς να καταλάβεις κάτι, χωρίς να μπορέσεις να ακούσεις. Έφυγα, χωρίς να δώσω εξηγήσεις, χωρίς να βρεθούν λύσεις. Δεν το ήθελα αυτό, δεν ήμασταν έτσι εμείς. Προτίμησα να φύγω έτσι, αφήνοντάς σε να πιστεύεις τα χειρότερα.

Μη ρωτήσεις γιατί, έτσι έπρεπε να γίνει. Ούτε να ψάξεις λόγους κι αιτίες, προτιμώ να πιστεύεις πως ήσουν απλά ένας τυχαίος στη ζωή μου, ένας περαστικός που δεν άφησε καν το σημάδι του. Πνιγόμουν πλέον μέσα σε μια κουταλιά. Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω γιατί δεν είχα μάθει γύρω από τόση αγάπη, γύρω από τόση αφοσίωση. Τη φοβήθηκα.

Μου λείπεις. Συνεχώς. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε γαμημένο λεπτό που περνάει χωρίς να σε έχω δίπλα μου. Θα ρωτάς γιατί δε γυρνάω πίσω. Δεν μπορώ. Δε σου αξίζει κάποια που δεν είναι αρκετή γι’ αυτά που της προσφέρεις, για όσα νιώθεις.

Σκέφτομαι τότε που τα μάτια σου χαμογελούσαν, όπως και τα δικά μου, πώς με πλημμύριζες αγάπη με μόνο ένα σου βλέμμα. Πού να ξαναβρώ τέτοια μάτια, μέσα στα οποία θα χάνομαι στο βαθύ τους χρώμα; Δεν πρόκειται. Κι αν τύχει, δε θα το καταλάβω.

Σαν έφερα ξανά στον νου μου την νύχτα που σε άφησα, ο ουρανός συννέφιασε απότομα, μαύρισε. Από μια καλοκαιρινή μέρα, κατάντησε χειμωνιάτικη. Καταιγίδα. Μέσα μου παλεύουν θεοί και δαίμονες, άλλη καταιγίδα κι αυτή. Κοιτάζω τ βροχή πώς χτυπάει στο τζάμι μου. Λες και θέλει να το σπάσει για να μπει μέσα και να με ξυπνήσει. Βροχή συναισθημάτων και τι συναισθημάτων. Κι είναι εκεί που έρχονται ξανά στο μυαλό μου οι κρύες μας νύχτες αγκαλιά, χαζεύοντας τη βροχή. Εσύ να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.

Σαν τιμωρία ήταν αυτές οι αναμνήσεις. Γιατί όντως μου άξιζε αυτή η τιμωρία. Γιατί είχα τολμήσει να ζητήσω αγάπη που δε μου άξιζε τελικά, κι όταν μου την έδωσες, το έβαλα στα πόδια.

Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με τη μοναξιά μου. Εκείνην που δε με άφησες ποτέ να νιώσω πλάι σου. Μα είναι μια μάχη άνιση. Σαν τέρας είναι. Προσπαθώ να την καλύψω με ψεύτικα χαμόγελα, θεατρικές βόλτες με φίλους. Ένας Θεός ξέρει τι γίνεται όταν κλείνω τα φώτα και μένω μόνη.

Ήσουν ό,τι πιο σωστό βρέθηκε ποτέ στον δρόμο μου. Αυτό που ζήσαμε, ήταν αυτό που πάντα ονειρευόμουν και πάντα ήθελα. Εσύ μου έδωσες ακόμη περισσότερα. Μου πρόσφερες καινούριες εμπειρίες κι αναμνήσεις. Ήταν, όμως, κάτι που απ’ ό,τι φαίνεται δε μου άξιζε. Εσύ δε μου άξιζες. Γι’ αυτό και θα μείνω στη μοναξιά μου. Στην καταδικασμένη μοναξιά μου. Αφού δε φάνηκα αρκετή για κάποιον σαν εσένα, είμαι καταδικασμένη να μείνω με τον εαυτό μου.

Γι’ αυτό προτιμώ να θυμώσεις μαζί μου και να πιστέψεις πως ήσουν απλά μια τυχαία ιστορία για εμένα. Να θυμώσεις μαζί μου που σε άφησα να μπεις στη ζωή μου και μετά απλά έφυγα. Να φωνάξεις πως είμαι δειλή –γιατί αυτό είμαι– και πως δεν αξίζω την αγάπη την δική σου, πόσο μάλλον κάποιου άλλου.

Δεν έχω συμφιλιωθεί ακόμη με τον εαυτό μου κι ούτε πρόκειται να τον συγχωρήσω γι’ αυτό που σου έκανε, γιατί σίγουρα δε σου άξιζε. Έπρεπε, όμως, να φύγω. Δε θα μπορούσα ποτέ να σου δείξω την αγάπη μου. Ο φόβος που με κυριεύει πάντα, δε θα με άφηνε να αφεθώ κι αυτό θα ήταν άδικο για εσένα.

Δε θα μπορούσες να με ξεκλειδώσεις, μάτια μου. Κανείς δεν μπορεί. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αφεθεί και για αυτό επέλεξα να φύγω. Θα ήταν κρίμα να αγαπάς κάποια που φοβάται να δεθεί. Ήταν άδικο που σε άφησα να μπεις στη ζωή μου και να νιώσεις μαζί μου. Μα δεν ήξερα πως θα με έκανες να αισθανθώ έτσι. Να τρέμω κάθε φορά που φεύγεις. Να μην ξέρω αν θα φύγεις κι εσύ. Κι ας ήμουν τελικά εγώ αυτή που έφυγε.

Όλα όσα ένιωσα για εσένα, θα κρατηθούν μέσα μου. Σημασία έχει που με έκανες να νιώσω και να αγαπήσω. Μη βλέπεις, όμως, τι γράφω. Απλές λέξεις είναι. Λέξεις που με μπερδεύουν. Λέξεις που αποτυπώνουν τις σκέψεις μου. Εκείνες που δεν μπορώ με τίποτα να μαζέψω. Δεν αξίζουν τίποτα πια αυτές οι λέξεις. Γιατί εκείνες διστάζουν. Δεν μπορούν να κάτι, δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι που έχει πια ειπωθεί.

Γι’ αυτό μωρό μου, μίσησέ με. Πίστεψε πως απλά σε κορόιδευα και πως για εμένα ήσουν ένας απλός τυχαίος. Καλή τύχη, καρδιά μου. Τυχερή θα είναι αυτή που θα βρεις και θα της αξίζεις.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη