Κάθε τέλος είναι και μια καινούρια αρχή, έτσι λένε τουλάχιστον. Βασικά έτσι προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε. Έχουν ξεχάσει τις ημιτελείς ιστορίες, εκείνες που δεν έχουν γράψει ακόμα τον επίλογο. Εκείνες που ακόμη ταλαιπωρεί ο πόθος από μακριά, κι ας ξημεροβραδιάζονται σε ξένα σεντόνια και ξένες αγκαλιές.

Έτσι γίνεται και με εμάς, λοιπόν. Κανείς απ’ τους δύο μας δε βάζει ένα τέλος, μία τελεία. Έχουμε αφήσει αυτό που είχαμε σε μια παύση λες και θα το προχωρήσουμε ποτέ. Κι οι δυο επιλέξαμε να το αφήσουμε εκεί, με τη διαφορά όμως πως εγώ ακόμη περιμένω, ενώ εσύ διάλεξες τον δικό σου δρόμο, χωρίς να βάλεις ένα τέλος σε εμάς.

Θα αναρωτιέσαι τώρα γιατί δεν προχώρησα. Ίσως και να προχωρούσα αν με άφηνες να το κάνω. Αν δεν ερχόσουν πίσω συνεχώς, αν δεν έβρισκα μεταμεσονύκτια μηνύματα πως σου λείπω, αν στα μεθύσια σου δεν έπαιρνες εμένα τηλέφωνο αλλά κάποια άλλη. Ίσως το ένα, ίσως το άλλο…

Αν δεν έβλεπα πως με αυτήν που είσαι τώρα προσπαθείς να βρεις εμένα, ίσως και να προχωρούσα. Προσπαθείς να βρεις όλα αυτά που σου έδωσα εγώ μα δεν μπορείς. Ξεχνάς κάτι, αγάπη μου. Ό,τι σου έδωσα ήταν μοναδικό. Αν μπορούσες να τα βρεις στην καθεμία, δε θα είχαν αξία για κανέναν.

Γιατί όταν εσύ κοιμάσαι με αυτήν, θυμάσαι μόνο εμένα. Εμένα, που σου έδινα οξυγόνο όταν με φίλαγες, εμένα, γιατί έτρεμα σε κάθε σου άγγιγμα. Εμένα, γιατί τα σώματά μας έρχονταν στην τέλεια επαφή χωρίς να ξεκολλάνε.

Όταν κλείνεις το φως, μάτια μου, εμένα βλέπεις σε αυτήν, μα όταν όμως το ανάβεις, δε βλέπεις τα μάτια μου. Εκείνα τα μάτια που κοίταζαν μέσα στη ψυχή σου. Εκείνα τα μάτια που ερωτεύτηκες και σε ερωτεύτηκαν.

Γιατί, μωρό μου, δεν έπρεπε να ξεκινήσεις αυτό το κάτι που δε σε γεμίζει όπως εγώ κι ας φαίνεται εγωιστικό. Δε θα έπρεπε να το ξεκινήσεις απ’ τη στιγμή που εμένα αναζητάς σε όλα, σε ό,τι κι αν κάνεις. Λες κι είμαι το ναρκωτικό σου και δεν μπορείς αν δεν πάρεις τη δόση σου.

Σου είχα δώσει κάτι το μοναδικό, μωρό μου, κι όσο κι αν το ψάχνεις, δε θα το βρεις, αν και το έχεις ήδη καταλάβει αυτό. Γιατί εμείς οι ίδιοι ήμασταν μοναδικοί, ήμασταν ένα. Είχαμε αυτό το σπάνιο και μοναδικό και το αφήσαμε. Γι’ αυτό θα με ψάχνεις με όποια κι αν είσαι. Γιατί μόνο στη δική μου αγκαλιά κούμπωνε η δικιά σου, σαν μαγεία.

Αφήσαμε τις πόρτες ανοιχτές, ίσως και γι’ αυτό να απομακρυνθήκαμε, κανείς όμως δεν πήρε την απόφαση να τις κλειδώσει. Ίσως γιατί ξέρουμε και οι δύο πως όπου και να είμαστε, με όποιον κι αν είμαστε, κάπου, κάπως, κάποτε, με κάποιον τρόπο θα είμαστε μαζί. Κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Γιατί τις νύχτες με πανσέληνο, θα κοιτάζεις το φεγγάρι όπως το κοιτάζαμε μαζί και θα πενθείς όπως οι λύκοι για μια αγάπη που δεν μπορούν να αγγίξουν πια. Γιατί, μωρό μου, σημασία δεν έχει που βρίσκεσαι μαζί της. Δεν έχει σημασία που το κορμί σου είναι δίπλα της. Σημασία έχει που η ψυχή σου ταξιδεύει συνεχώς πίσω, μόνο σε εμένα. Γιατί εσύ είσαι ο άνθρωπός μου κι εγώ το σπίτι σου. Και, ξέρεις, λένε πως ο άνθρωπός σου θα επιστρέφει στη ζωή σου ξανά και ξανά.

Γι’ αυτό σου λέω, άδικα ξοδεύεσαι σε άλλες αγκαλιές. Τζάμπα βάζεις άλλη στο κρεβάτι σου αφού μόνο σε εμένα ταιριάζει. Γιατί. μωρό, μου με όποια κι αν πας, με όποια κι αν είσαι, πάλι εμένα θα ψάχνεις. Γι’ αυτό σε περιμένω, μην αργείς.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη