Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και μια πολυθρόνα γυρισμένη προς το παράθυρο να βλέπει τη βροχή. Δεν ήθελα και πολύ να σε θυμηθώ πάλι. Και μη φανταστείς πως σε θυμήθηκα κι άρχισα να κλαίω και να καταριέμαι θεούς και δαίμονες. Όχι, αυτά τα ξεπέρασα.

Πλέον, όταν σε θυμάμαι, μόνο ερωτήσεις μου έρχονται στο μυαλό. Ερωτήσεις που προφανώς ποτέ δε θα βρουν απαντήσεις γιατί ούτε εσύ ο ίδιος δεν είσαι σε θέση να τις δώσεις.

Ψάχνω να βρω πού έκανα λάθος εγώ, τι πήγε στραβά . Ξέρεις, προσπαθώ να σε δικαιολογήσω. Πάντα αυτό έκανα. Σε δικαιολογούσα παρ’ όλο που δε σου άξιζε. Τώρα όμως; Τώρα δε βρίσκω κάτι για να σε δικαιολογήσω. Δε θα πω ότι εγώ ήμουν σωστή και τέλεια σε όλα. Μικρολαθάκια όλοι κάνουμε, άνθρωποι είμαστε.

Κι όμως, είναι η πρώτη φορά που πιστεύω πως απλά έπρεπε να φύγεις. Όχι γιατί δε σε γέμιζα, απλά γιατί κατάλαβες πως το κενό που είχες παραγέμισε και κάπως έπρεπε να ξαλαφρώσει. Ίσως να φταίει κι ο τρόπος που μπήκα στη ζωή σου, έτσι απότομα εισχώρησα χωρίς να το καταλάβω αν κι εσύ μου είχες δώσει αυτό το δικαίωμα. Όταν σε βρήκα, ήσουν πολύ ευάλωτος, σαν ένα εύθραυστο κομμάτι έτοιμο να σπάσει.

Είπες πως βρήκες στο πρόσωπό μου ένα στήριγμα που ποτέ δεν είχες, μια αλληλοκατανόηση που ποτέ δε σου δινόταν η ευκαιρία να την έχεις. Τώρα θα σου έλεγα πώς τα ανταπέδωσες αυτά, αλλά ασ’ το, θα σε δικαιολογήσω ακόμη μια φορά.

Σιγά-σιγά, από ένα εύθραυστο κομμάτι, μεταμορφώθηκες με τη βοήθειά μου. Και δεν το περηφανεύομαι, όχι. Για κάποιο λόγο εμφανίστηκα τότε στη ζωή σου κι ίσως να ήταν αυτός. Να σε κάνω ξανά άνθρωπο ολόκληρο, κι όχι ένα αδύναμο ανθρωπάκι. Οι μαύρες και σκοτεινές μέρες σου που τις περνούσες μόνος, κλεισμένος στο δωμάτιό σου είχαν πλέον εξαφανιστεί. Γέμισα τις μέρες σου με χρώμα. Από ένα θλιμμένο πρόσωπο, τώρα έβλεπες πραγματικό χαμόγελο κι όρεξη για ζωή. Κι εγώ απορούσα τι θα γινόταν αν δε σε έβρισκα.

Θυμάμαι λοιπόν πως με ευχαριστούσες που έφερα αυτή την άλλη νότα στη ζωή σου. Που σε έκανα να δεις νέα πράγματα, να απολαύσεις τη στιγμή, να εκτιμάς αυτά που έχεις. Κι εγώ σου έλεγα να μην ευχαριστείς για τίποτα. Έτσι κάνεις σε αυτούς που αγαπάς. Έτσι έμαθα τουλάχιστον. Τους φροντίζεις για να είναι αυτοί καλά, όχι εσύ.

Και τότε έφυγες. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς πολλά-πολλά. Είχα γαντζωθεί πάνω σου, κι όταν έφυγες, ήταν σαν να βούλιαζα. Ήσουν η άγκυρά μου. Ήταν λες και στερέωσα σε εσένα όλα μου τα συναισθήματα κι εσύ απλά έφυγες.

Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί κι ούτε θα καταλάβω. Μόνο δικές μου απαντήσεις μπορώ να δώσω. Ίσως να σου είχα γεμίσει το κενό που νόμιζες πως είχες κι όταν είδες πως ήσουν πια ολόκληρος, επέλεξες να φύγεις μην υπερχειλίσεις. Απ’ την άλλη ίσως να μη χρειαζόσουν καν εμένα. Ίσως να είχες ανάγκη απλά κάποιον να σου σταθεί κι έτυχε να βρεθώ εγώ στο δρόμο σου.

Αυτή ίσως να είναι κι η πιο πιθανή εξήγηση που δίνω. Γιατί, λογικά, στους ανθρώπους που αγαπάς δε συμπεριφέρεσαι έτσι. Λογικά, στους ανθρώπους που λες πως αν δεν ήταν αυτοί, θα χανόσουν, δεν τους αφήνεις έτσι χωρίς μια εξήγηση. Απ’ την άλλη όμως, η λογική δεν έχει επικρατήσει και ποτέ.

Μην αγχώνεσαι όμως για εμένα. Δε θα καταρρεύσω όπως εσύ, έχω μάθει τον τρόπο κι ίσως τώρα να τον έμαθες κι εσύ. Θα τα καταφέρω μόνη μου όπως έκανα πάντα, όπως έχω μάθει. Θα γίνω πάλι ο εαυτός μου, χωρίς να έχω τίποτα από εσένα γιατί όσο μπορούσε να αγαπήσει κάποιος άνθρωπος, τόσο σε αγάπησα. Ενώ εσύ απλά έφυγες.

Και ίσως τελικά εκείνη η εξήγηση που είχα δώσει, να είναι η πικρή αλήθεια. Πως δε χρειαζόσουν εμένα στο πλευρό σου. Απλά χρειαζόσουν κάποιον για να σε κάνει καλά κι εσύ μετά να φύγεις. Κι αυτός ο κάποιος, έτυχε να ήμουν εγώ…

 

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη