«Καμαρούλα μια σταλιά» τραγουδούσε ο Πουλόπουλος για εκείνη την αγάπη που χωρούσε σε δύο επί τρία όλα κι όλα τετραγωνικά, για εκείνον τον έρωτα που στα στριμωχτά έβρισκε όλο το χώρο που χρειαζόταν για να στεριώσει. Και τα χρόνια πέρασαν κι η κρίση βρίσκει τις αγάπες και τους έρωτες να διεκδικούν το εφικτό στο λίγο, να αποζητούν την ύπαρξη στο τόσο όσο. Κι όταν κλείνει η πόρτα μένουν μόνο δύο σε μια γκαρσονιέρα να σπιτώνουν αυτό που έχουν ανάγκη να φωλιάσουν.

Δεν υπάρχει σαλόνι, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα. Υπάρχει ένας χώρος όλος κι όλος. Ένας καναπές που γίνεται κρεβάτι, ένα τραπέζι που γίνεται γραφείο, ένα σκαμπό που γίνεται κομοδίνο. Κάπου χώρεσε μια ντουλάπα για τα απαραίτητα, μερικά ράφια γι’ αυτά που δε χωρούν αλλού, μερικές μαξιλάρες στο πάτωμα για την παρέα. Μερικά αγαπημένα αντικείμενα τοποθετημένα όπου περισσεύει χώρος, γιατί δεν περισσεύει χρόνος. Γι’ αυτούς που αγαπιούνται το «χώρια» είναι η φυλακή τους, όχι η γκαρσονιέρα.

Τα ενοίκια ακριβά κι ο συμβιβασμός με το «ούτε καν δυάρι» δύσκολος, αλλά τα βράδια που πέρασαν οι έρωτες αυτοί σε μονά ξεχωριστά κρεβάτια ήταν δυσκολότερα. Τα ξενοδοχεία δεν τους άξιζαν. Έδιναν χώρο στο πάθος, αλλά εκείνοι είχαν ανάγκη για μια κοινή καθημερινότητα. Είχαν ανάγκη να μοιραστούν κάτι παραπάνω από έναν καφέ, ένα σινεμά, ένα ποτό. Ήθελαν να μοιραστούν τη ζωή τους.

Κι ήρθαν και βολεύτηκαν στα περισσότερα τετραγωνικά που άντεχε η τσέπη τους. Και ζουν εκεί με τις επιθυμίες τους συγκρατημένες και την υπομονή τους συμβιβασμένη. Ξέχασαν το «ο καθένας το χώρο του» ή έμαθαν να το βρίσκουν, όταν το χρειάζονται, χωρίς να πρέπει να μεσολαβούν τοίχοι. Ο ένας με το βιβλίο του στον καναπέ, ο άλλος με το λάπτοπ του στο τραπέζι. Ο ένας με τα ακουστικά στα αφτιά κι ο άλλος με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Δεν έχουν άλλη επιλογή, αν θέλουν να είναι μαζί. Και για να τα καταφέρνουν, μάλλον το «μαζί» το θέλουν πολύ.

Γιατί στην γκαρσονιέρα ο θυμός αντηχεί ολόγυρα και δεν έχει από πουθενά να διαφύγει, όπως δεν έχουν πού να φύγουν να πάνε κι εκείνοι που θυμόμουν. Πρέπει να μένουν, να κοιτάζονται και να ημερεύουν τις εντάσεις. Δεν μπορεί κανείς τους να πάρει το μαξιλάρι του και να μετακομίσει στον καναπέ. Απόψε και κάθε απόψε θα κοιμηθούν μαζί θέλοντας και μη, ακόμα κι αν είναι πλάτη με πλάτη.

Στην γκαρσονιέρα δε συμβιώνουν μόνο άνθρωποι, συμβιώνουν αντιθέσεις. Εκείνος που χρειάζεται ηρεμία κι εκείνος που έχει ανάγκη να βάλει στο τέρμα τη μουσική. Εκείνος που θέλει να ηρεμήσει στο απόλυτο σκοτάδι κι εκείνος που ξενυχτάει δουλεύοντας στο φως. Εκείνος που θέλει να δει αθλητικά κι εκείνος που δε χάνει επεισόδιο απ’ την αγαπημένη του σειρά. Εκείνος που έχει μεταμεσονύκτιες λιγούρες κι εκείνος που ξυπνάει με τον παραμικρό θόρυβο.

Ο έρωτας στην γκαρσονιέρα δοκιμάζεται καθημερινά. Και βρίσκει το χώρο του τελικά εκεί που οι άλλοι βλέπουν μόνο ασφυκτικά στριμωγμένα έπιπλα. Κι ίσως να μην έχει και τίποτα να ζηλέψει από εκείνες τις αγάπες που χάνονται στα τετραγωνικά και καταλήγουν να μοιράζονται ελάχιστα. Ίσως να μην έχει τίποτα να ζηλέψει απ’ τα ζευγάρια που κάνουν ζάπινγκ σε διαφορετικά δωμάτια, που ο ένας τρώει μόνος στην κουζίνα κι ο άλλος παίζει με το κινητό του στο σαλόνι, μπαινοβγαίνουν χωρίς καν να συναντιούνται τα βλέμματά τους.

Και τέλος πάντων δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από κανέναν, γιατί αυτοί οι έρωτες έχουν δύναμη. Γιατί αυτοί οι έρωτες μπορούν. Δε βρήκαν δικαιολογίες, βρήκαν θέληση. Και ξεκινούν απ’ το «πουθενά», από εκείνη την τρύπα που είναι το σπιτικό τους, για το «όπου τους βγάλει». Μαζί.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη