Εδώ και καιρό μας βασανίζουν κάτι αναπάντητα «γιατί» που ξεπηδούν κάθε φορά που ανατρέχουμε στα δυστυχώς περασμένα κι  ανεπιτυχώς πεπραγμένα της ερωτικής ζωής μας . Άνθρωποι που ήρθαν σε εμάς, στάθηκαν λίγο ή πολύ, αλλά δεν έμειναν. Κι εμείς  που πήγαμε σε ανθρώπους, σταθήκαμε λίγο ή πολύ, αλλά πάλι δε μείναμε. Οι παρουσίες έγιναν  απουσίες, οι στιγμές φωτογραφίες κι οι υποσχέσεις μηνύματα σε κινητά ή χαρτάκια που διαβάστηκαν, αλλά δεν τηρήθηκαν ποτέ.

Τα απομεινάρια κάθε φοράς που πληγωθήκαμε γιατί μας πλήγωσαν ή γιατί πληγώσαμε κι εμείς, είναι εδώ. Είναι στα ρολόγια και στα ημερολόγια που θα δίναμε και τις τελευταίες μας δεκάρες για να τα κάνουμε να γυρίσουν πίσω, να πάνε και να σταματήσουν εκεί που κάτι πήγε στραβά, εκεί ακριβώς που ένα τόσο δα κάτι δίκασε και καταδίκασε έτσι απλά δυο ανθρώπους με δυο ελπίδες για μια αγάπη.

Είναι στα «αν» και στα «ίσως» των φανταστικών σεναρίων μιας ζωής που ό,τι και να κάνουμε μπορεί να είναι μόνο αυτό που την αφήσαμε τότε να είναι, γιατί ό,τι γράφει δεν ξεγράφει και μ’ αυτό δε βολευτήκαμε ποτέ. Είναι στα «λάθος» και στα «κακώς» των ενοχικών κι απογοητευμένων συνειδήσεών μας, που τώρα που ωριμάζουν, αποζητούν μια μονάχα ευκαιρία να πράξουν αλλιώς, μήπως και διορθώσουν τα αδιόρθωτα, μήπως και δικαιώσουν τα αδικαίωτα.

Κι αν ό,τι έγινε, έγινε, κι αν πράγματι δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε αυτά που πέρασαν, μπορούμε τουλάχιστον να είμαστε σίγουροι πως η τελευταία φορά που κάναμε λάθος θα είναι όντως η τελευταία; Μπορούμε έστω να βεβαιωθούμε πως αυτά που έρχονται θα μείνουν, πως δε θα κριθούν από ένα ακόμα κάτι, πως δε θα ξεπέσουν κι αυτά σε καπνούς από τσιγάρα, ποτήρια από αλκοόλ και νωπά μαξιλάρια; Τι άραγε πάει λάθος με ‘μας; Τι είναι αυτό που πάντα μετατρέπει τα ενθουσιώδη μας «μακάρι» σε αδιέξοδα «κρίμα»;

Μήπως αγαπάμε με λάθος τρόπο; Μήπως ξοδεύουμε την αγάπη μας σε υπερβολές, ζήλιες, θυμούς και τσακωμούς; Αφήσαμε αποκαρδιωτικές κουβέντες να μπουν εκεί που θα ‘πρεπε να βάλουμε τρυφερές, συγχωρητικές και μετανοητικές αγκαλιές. Υψώσαμε τον τόνο της φωνής μας στα βιαστικά «φταις» και πνίξαμε σε εγωισμούς και φόβους εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που τόσο θέλαμε να πούμε. Μήπως προδικάζουμε κι εμάς και τους άλλους σε εκείνα τα ασφυκτικά κουτάκια με τα «πρέπει» μας;

Αναγκάσαμε ανθρώπους να μας δώσουν αυτό που εκβιαστικά ζητούσαμε από εκείνους, αλλά πάντα έλειπε κάτι, έλειπε αυτό που θα μας έδιναν εκείνοι αν τους είχαμε απλώς αφήσει να είναι ο εαυτός τους. Κι εμείς, στην προσπάθεια να τηρήσουμε τα «πρέπει» που μας καταδίωκαν, ξεχάσαμε να δείξουμε την ανεπεξέργαστη ομορφιά του εγώ μας. Μήπως όντως  μας νοιάζει πιο πολύ το  τέλος από το ίδιο το παραμύθι; Θελήσαμε να βεβαιωθούμε πως δε θα χάσουμε πριν καν παίξουμε στο παιχνίδι, και τελικά μόνοι μας χαθήκαμε μέσα σε προγνώσεις και προβλέψεις αντί να το απολαύσουμε όπως ήταν, για όσο ήταν.

Μήπως αγαπάμε τελικά τους λάθος ανθρώπους; Μήπως απεγνωσμένα επιζητάμε να δώσουμε κάπου την αγάπη μας; Μήπως είμαστε ερωτευμένοι με την ιδέα μιας αγάπης κι όχι μ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο; Αφεθήκαμε σε χέρια ανίκανα να μας κρατήσουν, γιατί εμείς δεν αντέχαμε να κρατήσουμε άλλο το βάρος της μοναξιάς μας. Δώσαμε το «πάντα» μας σε ανθρώπους που ζητούσαν μόνο το «τώρα» μας, γιατί όταν εκείνοι μιλούσαν, εμείς ακούγαμε μόνο τις φωνές των πόθων μας.

Μήπως εν γνώσει μας κρατάμε την πόρτα ανοιχτή με την ελπίδα ότι κάποτε ίσως κάτι ν’ αλλάξει, ενώ απλώς μπάζει παγωμένο αέρα διαρκούς απογοήτευσης; Πικράναμε με ευκολία τον εαυτό μας, γιατί δεν είχαμε τη δύναμη να πικράνουμε τους άλλους, να τους κοιτάξουμε στα μάτια και να τους πούμε «φύγε και μη γυρίσεις». Μήπως εκούσια διαλέγουμε το άσχημο παρόν μ’ έναν άνθρωπο, από φόβο μήπως το μέλλον μας μόνοι μας ή με κάποιον άλλον θα είναι χειρότερο; Τόσες φορές οι υπολογισμοί μας έβγαζαν τα κατά πιο πολλά απ’ τα υπέρ, αλλά μείναμε γιατί μας έλειπε πολύ απ’ το θάρρος που θέλει η πορεία προς το άγνωστο.

Η τελευταία φορά που κάναμε λάθος θα είναι πράγματι η τελευταία, αν την επόμενη φορά πριν απ’ τον άλλον αγαπήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, αν εκτιμήσουμε λίγο παραπάνω το πηγαίο «εγώ» μας κι αν δώσουμε την ευκαιρία και στους άλλους να το αγαπήσουν όπως είναι, αν γκρεμίσουμε τις άμυνες που χτίσαμε γύρω απ’ το θύμα μέσα μας και του δώσουμε όπλα για να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν αντί να τα φοβάται.  Γιατί όσο λάθος κι αν ήταν που χάσαμε αυτούς που θέλησαν να φύγουν, περισσότερο λάθος θα είναι να χάσουμε αυτούς που τόσο θα ‘θελαν να μείνουν.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου