Όρια. Αποτελούν βασικό στοιχείο της ελευθερίας. Είναι ο τρόπος του ανθρώπου να επιβιώσει ως αυτόνομο, αυθύπαρκτο ον μέσα σε μια κοινωνία. Είναι ο τρόπος μας να ικανοποιήσουμε την ενστικτώδη ανάγκη του «εμείς» διατηρώντας πάντα ακέραιο το γνώριμο καταφύγιο του «εγώ». Θέλουμε πάντα να καταφέρνουμε να είμαστε τόσο κοντά στους άλλους «σκοτώνοντας» το φόβο της μοναξιάς και της απομόνωσης, αλλά και τόσο μακριά απ’ αυτούς διατηρώντας την απόσταση ασφαλείας από όσα δυνητικά μπορούν να αποδειχθούν βλαβερά.

Είναι η ανάγκη μας για μερική αποστασιοποίηση προϊόν εγωισμού; Είναι ο άνθρωπος πλασμένος να αφήνεται αλόγιστα σε ανθρώπους και καταστάσεις; Μήπως σαν άλλος Οδυσσέας οφείλει να προνοήσει και να δεθεί στο κατάρτι πριν κάποιο μαγικό τραγούδι τον παρασύρει στην αυτοκαταστροφή; Ή μήπως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον ομηρικό ήρωα ως πλεονέκτη, με το πρόσχημα πως έπρεπε απλώς να απαρνηθεί εξαρχής κάθε επαφή με τις σαγηνευτικές Σειρήνες;

Η απόσταση είναι δικαίωμά μας. Η αυτοδιάθεση είναι δικαίωμά μας. Η επιβολή, ο εξαναγκασμός, η καθοδήγηση είναι μέθοδοι επίτευξης διοικητικών και πολιτικών σκοπών, όχι μέθοδοι επίτευξης έρωτα, αγάπης. Αυτές οι καταστάσεις δεν πέτυχαν ποτέ μέσω στρατηγικών εφαρμογών του ισχυρότερου προς τον πιο αδύναμο, γιατί πολύ απλά δε γνωρίζουν από δυνάμεις χαρακτήρων. Γνωρίζουν από δυνάμεις καρδιών. Κι αυτό είναι τόσο διαφορετικό!

Κι έρχεται, λοιπόν, κάποια στιγμή στη ζωή μας εκείνος. Ο άνθρωπος που εκβιαστικά αποφάσισε να πάρει περισσότερα από όσα εμείς προθυμοποιηθήκαμε να του δώσουμε. Ο άνθρωπος που στο γεγονός ότι είμαστε προσιτοί, εκείνος το διάβασε ανεκτικοί. Ο άνθρωπος που ποτέ δεν κατάφερε να καταλάβει ή δεν προσπάθησε ίσως ποτέ να καταλάβει τη διαφορά του δέχομαι απ’ το ανέχομαι. Ο άνθρωπος που επειδή δεν μπόρεσε ή δεν ήξερε πώς να διεκδικήσει, αποφάσισε αυθαδώς να καταπατήσει.

Ζήτησε να μάθει περισσότερα από όσα οφείλαμε να μοιραστούμε μαζί του και να γίνει για εμάς κάτι πριν καλά-καλά εμείς διαπιστώσουμε αν όντως μπορεί να γίνει. Ήθελε να καταξιωθεί στη ζωή μας πριν καν αποκτήσει τη σημασία που θα έπρεπε για την καρδιά μας. Δεν μπόρεσε ποτέ να αρκεστεί στο λίγο, στο «τόσο όσο», στο βήμα-βήμα. Δεν μπόρεσε ποτέ να μας δώσει χρόνο.

Νόμιζε πως είναι δυνατός, αλλά ήταν ανασφαλής. Φοβήθηκε πως αν μας έδινε χρόνο να σκεφτούμε λογικά, ίσως εμείς επιλέγαμε κάτι που δε θα τον συνέφερε. Κάτι που θα πήγαινε κόντρα στις δικές του θελήσεις. Γι’ αυτό και διάλεξε να μας πνίξει, να μας κλείσει την παροχή οξυγόνου, προκειμένου στην παραζάλη μας μέσα να αποφασίσουμε βεβιασμένα.

Και τι θα κατάφερνε άραγε έτσι; Αγάπη δεν πήρε ποτέ κανείς με απειλές και φοβέρες. Όχι τουλάχιστον την αγάπη που θα άξιζε να πάρει. Αυτή την αγάπη που ξεροσταλιάζει για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα βλέμμα, μια ολόστενη δική της και μόνο επαφή. Αυτή την αγάπη που γεννήθηκε από δυο ανθρώπους και μόνο και ζει για εκείνους αποκλειστικά. Αυτά, αγάπη μου, δεν τα ζεις όταν κι όπως εσύ το αποφασίσεις. Δεν τα βρίσκεις στα μάτια που σε κοιτούν απελπισμένα, απεγνωσμένα, πιεσμένα. Τα βρίσκεις σε εκείνα τα ματιά που είχαν πάντοτε την ελευθερία να κοιτάξουν αλλού, αλλά όσες ζωές κι αν ανασταίνονταν και πάλι εσένα θα ‘θελαν να χαζεύουν.

Άλλο δίνουμε χώρο κι άλλο παίρνουν αέρα. Κι αυτό δεν το κατάλαβαν κι άνθρωποι που εμείς είχαμε τόσο πολύ ανάγκη να έχουμε στη ζωή μας, αλλά αναγκαστήκαμε να τους απομακρύνουμε γιατί δε μας σεβάστηκαν. Γιατί μας κούρασε να ζητούν συνεχώς παραπάνω, λες κι όλα όσα τους δίναμε δεν είχαν καμιά αξία. Τους αφήσαμε λοιπόν να φύγουν –ίσως τους διώξαμε κιόλας– για να βρουν αλλού τα «πολλά» που με εμάς δεν ήταν καν «αρκετά». Αναγνωρίσαμε σε εμάς το δικαίωμα να δώσουμε όσα έχουμε σε εκείνους που θα τα εκτιμήσουν και σε αυτούς το δικαίωμα να βρουν αλλού την πληρότητα που από εμάς όπως φάνηκε δεν ένιωσαν ποτέ.

Δε χωρά στον έρωτα η τρομοκρατία. Δεν πιάνεις όμηρο καρδιές και μετά εξαγοράζεις την ελευθερία τους με λύτρα. Γιατί ανάμεσα σ’ όλες εκείνες που θα υποκύψουν στο τραγούδι σου να θυμάσαι πως θα βρεθεί κάποτε ένας Οδυσσέας που θα σε ποθήσει το ίδιο πολύ με σένα, αλλά θα φύγει δεμένος σε ένα κατάρτι, γιατί σε φοβήθηκε. Γιατί τον φόβισες.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη