«Δεν είμαι εγώ γι’ αυτά», του ‘χα πει σε μια απ’ τις πρώτες μας συζητήσεις, ξέρεις, σε εκείνες που λες αυτά που πρέπει να ακουστούν κι αφήνεις σιωπηρά κι αμίλητα εκείνα που τόσο θα ‘θελες να ξεστομίσεις. «Δεν είμαι εγώ γι’ αυτά», του είπα και σταμάτησα. Ήμουν εγώ στριμωγμένη σε μια φράση. Εγώ στριμωγμένη σε ένα φόβο.

Πράγματι. Δεν ήμουν εγώ γι’ αυτά. Για τους έρωτες που υπόσχονται πολλά κι ύστερα αφήνουν επιθυμίες ξεκρέμαστες και τόσο μα τόσο ανικανοποίητες. Δεν ήμουν για βράδια που καίνε και μέρες που σε βρίσκουν πιο μόνο και πιο άδειο από ποτέ. Δεν ήμουν για ζήλιες, τσακωμούς κι άλλες τέτοιες αποστάσεις. Δεν ήμουν για πολύχρωμα όνειρα που ξεθωριάζουν. Δεν άντεχα τη φθορά. Ή μάλλον καλύτερα δεν άντεχα κι άλλη φθορά.

Για τι ήμουν άραγε; Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί. Πίστευα πάντα πως δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις με λέξεις τον έρωτα που περιμένεις να έρθει. Αν κι όταν ερχόταν, θα το καταλάβαινα από εκείνο το διαφορετικό σκίρτημα, το αλλιώτικο, αυτό που αναστατώνει ψυχή και σώμα και κάνει τα μάτια να λάμπουν από προσμονή. Από προσμονή και ευτυχία. Πώς άλλωστε να προσδιορίσεις τη μαγεία του έρωτα, αν όχι με την πληρότητα της ευτυχίας και τη δύναμη της επιθυμίας;

«Δεν είμαι εγώ γι’ αυτά», του ξαναείπα κι άλλη φορά κάμποσες μέρες μετά, τότε που μάλλον ήξερε για τι ήμουν. Ήμουν για εκείνον. Για εκείνον και μόνο. Δεν είμαι σίγουρη πως το ‘χα συνειδητοποιήσει τότε. Με θυμάμαι όμως τόσο ξεβολεμένη απ’ τη μοναξιά μου και τόσο παραδομένη στην ανάγκη μου για εκείνον.

Το ένιωθα. Το άκουγα σε εκείνα τα «εμείς», στα «εγώ κι εσύ», στα «δικά μας» που άρχισε να μου λέει και που άρχισαν να μου ξεφεύγουν κι εμένα. Ήταν η ζωή μας, ο πόθος μας, οι σκέψεις μας, τα όνειρά μας, ο έρωτάς μας. Ήταν ο κόσμος που φτιάχναμε για τους δυο μας απ’ το μηδέν μας μέχρι το όλον μας, απ’ το τίποτα που είχαμε μέχρι το σπάνιο που διακρίναμε ο ένας στην ψυχή του άλλου.

Δεν έλεγα πολλά. Και δεν το παρεξηγούσε. Μ’ άρεσε να τον ακούω να μιλά. Μ’ άρεσε να βλέπω πόσο καλά με ξέρει έχοντας ακούσει από μένα τόσο λίγα. Παίζαμε ένα παιχνίδι. Το δικό μας παιχνίδι. Το πιο μαγικό παιχνίδι. Αφήναμε τα «είναι» μας να έρθουν μόνα τους κοντά, σε μια ολόστενη μυστική επαφή, μαντεύοντας, νιώθοντας κι επιβεβαιώνοντας μέσα απ’ τη διστακτικότητα της φωνής, τις βαθιές ανάσες, τις κομμένες ανάσες, τα ανακουφιστικά «ουφ», τα ονειροπόλα «αχ» και τις σιωπές. Τα καταφατικές σιωπές. Αυτές που δεν ξέρουν από εγωισμούς. Που παραδέχονται λάθη, μετάνοιες, επιθυμίες και φόβους.

Και μάθαμε πολλά ο ένας για τον άλλο. Μάθαμε τα μεγάλα, αλλά και τα μικρά. Εκείνα που τόσο όμορφα στόλισαν την εικόνα του ενός για τον άλλο. Έμαθα σε ποια πλευρά του κρεβατιού του αρέσει να κοιμάται. Έμαθε πως θέλω να κοιμάμαι έτσι που να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια. Έμαθα πως του αρέσει να του χαϊδεύω τα μαλλιά. Έμαθε πως μπορώ να το κάνω για ώρες. Έμαθε ποιο είναι το αγαπημένο μου ποτό. Έμαθα πως καμιά γεύση δεν είναι πιο μεθυστική απ’ αυτή των φιλιών του. Έμαθε πως μ’ αρέσει να με πιάνει απ’ τη μέση. Έμαθα πως κανένα άγγιγμα στο κορμί μου δεν ήταν ποτέ πιο οικείο απ’ το δικό του.

Δεν πρόλαβα να μάθω αν μ’ αγαπούσε. Πρόλαβα να νιώσω πως τον αγαπούσα εγώ. Λέξεις που με εμάς δε βρήκαν το χρόνο να ειπωθούν ποτέ. Γιατί γρήγορα μάθαμε κι οι δυο πως πράγματι δεν ήμουν γι’ αυτά. Όχι γι’ αυτά που θα έπαιρνα από εκείνον, αλλά γι’ αυτά που η ψυχή μου θα ‘θελε να του δώσει. Ρίσκο για μένα ο έρωτας. Ξεβόλεμα να χρειάζομαι τόσο κάποιον που ίσως κάποτε να ήθελε να φύγει.

Κι έφυγε τελικά. Εξαιτίας μου. Γιατί δεν του έδωσα χώρο να μείνει. Μα έλα που δεν ξαναβολεύτηκα ποτέ στη μοναξιά μου. Έλα που τίποτα από τότε δε μου αρκεί, γιατί τίποτα δεν έχει εκείνον. Κι εγώ εκείνον θέλω. Και για όσα «αυτά» κι αν δεν ήμουν, ήμουν τουλάχιστον τα πάντα για εκείνον. Κι ήταν τα πάντα για μένα. Κι αν το ρίσκο κάποτε με βγάλει μακριά του, μπορεί απόψε τουλάχιστον να με φέρει στην αγκαλιά του;

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή