Να ‘ξερες μόνο πόσα «θέλω» μου έχουν το όνομά σου. Πόσα θα μπορούσα να ξοδέψω ακόμα γι’ αυτή την αλλιώτικη αίσθηση των χεριών σου στο κορμί μου, γι’ αυτή τη μοναδική γεύση των φιλιών σου, που ακόμα έχει ξεμείνει στην άκρη των χειλιών μου, γι’ αυτή την τόσο δική σου και δική μου προσωπική επαφή που δεν έψαξα πουθενά και δεν αντικατέστησα με κανέναν.

Πόσα θα μπορούσα να ξοδέψω ακόμα, για εκείνες τις στιγμές μας που καταχωνιάσαμε στις κούτες με τις αναμνήσεις, για εκείνες τις ευχές μας που έσβησαν τελικά μαζί με εκείνα τα καλοκαιρινά πεφταστέρια, για εκείνα τα όνειρα που παραδώσαμε αμαχητί στο ανέφικτο.

Ένα μόνο μη μου ζητήσεις, σε παρακαλώ. Μη μου ζητήσεις να ξοδέψω άλλο λίγο απ’ τον εαυτό μου. Δεν είναι αντάλλαγμα οι ψυχές για την πλήρωση του ανικανοποίητου. Όσα κομμάτια κι αν άφηνα πάντα πίσω μου, για να ξέρεις πάντα το δρόμο αν ήθελες να με ψάξεις, το κενό δεν αναπληρώθηκε ποτέ. Όχι γιατί ποτέ δεν ήρθες, μα γιατί ποτέ δεν έμεινες.

Κι εγώ πάντα στην αναμονή της επόμενης διαμονής σου στη ζωή μου. Πάντα στην επιμονή πως μια μέρα θα ξαναγίνω η προσμονή σου. Δωμάτιο ξενοδοχείου το σώμα μου, με σεντόνια ξέστρωτα ποτισμένα με ένα άρωμα που δεν ξέρουν αν θα ξαναμυρίσουν ποτέ κι έναν έρωτα που ζωντάνεψε μέσα τους, μα δεν ήταν παρά μόνο περαστικός.

Για καιρό στέγασα μέσα μου αυτό που εσύ ήσουν πάντα πρόθυμος να αφήνεις εκτεθειμένο. Και το προστάτευσα, μέχρι που κατάλαβα πως δεν μπορώ τελικά να σώσω αυτό που δε θέλει να σωθεί. Και το κράτησα ζωντανό, μέχρι που κατάλαβα πως ήταν ο τρόπος μου να εξασφαλίζω την κάθε τόσο επιστροφή σου στη ζωή μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως ήταν ο τρόπος μου να εξαγοράζω αυτό που εσύ ποτέ πια ξανά δε θα μου προσέφερες οικειοθελώς.

Μα το ξενοδοχείο έβαλε λουκέτο. Ξέμεινε πια με τόσες φθορές, που αδυνατεί να τις καλύψει. Κλειστά τα παράθυρα κι οι βαριές κουρτίνες, μην και ξεφύγει κι ακουστεί κανένας ήχος από εκείνα τα βράδια που δεν ήθελα να ξημερώσουν και σε λαχταρήσω πάλι. Μην και φουντώσουν μέσα μου εκείνοι οι λυγμοί κι οι κοφτές, πολλές ανάσες που θόλωναν τόσο απρόσμενα το μυαλό μου.

Σε ευχαριστώ για όσα υπήρξες στη ζωή μου. Κλείνω το κεφάλαιό μας ελπίζοντας πως τελικά ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς ωριμότεροι. Κι αφήνω μονάχα τρεις τελείες στην τελευταία πρόταση υπονοώντας πως ίσως χωρά για εμάς συνέχεια σε τούτη την ιστορία.

Πως ίσως κάπου, κάπως, κάποτε κοστολογήσεις το «μαζί» για σπιτικό κι όχι για χώρο να ξαποσταίνεις και να ακουμπάς τις ανασφάλειες που κανείς εκεί έξω δε βρέθηκε να σου καλύψει.  Πως ίσως κάπου, κάπως, κάποτε μπορέσω κι εγώ να σε μάθω απ’ την αρχή ξεπλένοντας αυτή την πικρία πως ήσουν στο τέλος ένας τοκογλύφος δανεικής ευτυχίας.

Απόψε δε θα ‘ναι το πρώτο βράδυ που θα ξαπλώσω χωρίς εσένα. Θα ‘ναι όμως το πρώτο βράδυ που δε θα σου ζητήσω να αντικαταστήσεις τη μοναξιά μου με λίγο απ’ το χρόνο σου. Απόψε θα ‘ναι το πρώτο βράδυ που δε θα ζητιανέψω το «λίγο» σου με την προσδοκία να μου αφήσεις το «πολύ» σου.

Από απόψε και κάθε επόμενο βράδυ να ξέρεις πως θα χωράς στα σεντόνια μου μόνο αν είσαι πρόθυμος το πρωί να φτιάξουμε καφέ και να μετρήσουμε τις αληθινές μας δυνατότητες σαν ζευγάρι. Από απόψε και κάθε επόμενο βράδυ μη δοκιμάσεις να ξαναξυπνήσεις το μέσα μου, αν δε σκοπεύεις να ξαναξυπνήσουμε μαζί το «μαζί»…

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη