Κάποτε φτάνεις σε εκείνο το σημείο που όλα όσα επιθυμούσες μοιάζουν πια τόσο ανέφικτα κι εσύ μένεις μόνο με την ελπίδα. Όταν όλα όσα προσπάθησες, κυνήγησες, επιδίωξες, ονειρεύτηκες, σε εγκατέλειψαν και σ’ άφησαν μόνο με τις προθέσεις. Όταν νόμιζες πως ήσουν κοντά στο να κατορθώσεις το αδύνατο κι εκείνο τελικά αποδείχθηκε αδιανόητο, όταν συνειδητοποιείς πως έχεις εξαντλήσει όλες σου τις δυνάμεις σε ιστορίες χωρίς ουσία, χωρίς μέλλον, τότε μένεις μόνο με την πίστη.

Ήταν έρωτες της μιας βραδιάς ή έρωτες της μιας συγκυρίας; Ήταν έρωτες της μιας ανάγκης ή της μιας ανασφάλειας; Πια δεν έχει σημασία. Μένεις με την πίστη στο θαύμα. Με την πίστη πως κάπου, κάπως, κάποτε, χωρίς καθόλου να το κουράσεις, θα έρθει στη ζωή σου κάτι αλλιώτικο. Αλλιώτικο κι αναντικατάστατο.

Για μένα ήρθες εσύ, μάτια μου. Ήρθες σε εκείνο το μέρος που έτσι απλά έγινε το «μέρος μας», με εκείνον τον τρόπο που δε θα ξεχάσουμε ποτέ και σ’ εκείνον τον χρόνο που θα θυμίζει πάντα ολοκλήρωση. Ήσουν σίγουρα αυτό το αλλιώτικο που δεν ήξερα αν στ’ αλήθεια μπορούσε να υπάρχει. Κι ήσουν ακόμα πιο σίγουρα αυτό το αναντικατάστατο κομμάτι της καρδιάς μου. Ήσουν –κι είσαι– για μένα ευλογία. Μα ξέρεις κάτι; Για μένα δεν είσαι θαύμα. Για μένα είσαι πεπρωμένο.

Δεν είσαι τύχη. Εσύ για μένα δεν προέκυψες. Εσύ για μένα ήσουν ο από πάντα προορισμός της ζωής μου. Γεννήθηκα για να φτάσω κοντά σου και το κατάφερα όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι εσύ κι εγώ συναντηθήκαμε απλώς γιατί βρεθήκαμε συμπτωματικά στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή, υπό τις σωστές συνθήκες. Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει σενάριο σ’ αυτή τη ζωή στο οποίο εμείς να πρωταγωνιστούμε σε διαφορετικές ιστορίες, στο οποίο να είμαστε δυο άγνωστοι, δυο ξένοι.

Θα ερχόσουν έτσι κι αλλιώς. Ακόμη κι αν εκείνη την ημέρα δεν είχα βγει απ’ το σπίτι, αν είχα κολλήσει στην κίνηση για ώρες, αν εκτάκτως είχα βρεθεί κάπου αλλού, εσένα θα σε συναντούσα και πάλι. Γιατί εσένα περίμενα. Δε βολευόμουν πουθενά, γιατί κανείς δεν ήταν εσύ. Και ποτέ δε θα είχα βολευτεί μέχρι σήμερα, αν εκείνη τη μέρα δε σε είχα δει. Θα έμενα ακόμη να περιμένω την άφιξή σου στη ζωή μου.

Όλοι πέρασαν, έδωσαν και πήραν, πλήγωσαν και πόνεσαν, θύμωσαν και μετάνιωσαν. Κι εγώ πέρασα από εκείνους, έδωσα και πήρα, πλήγωσα και πόνεσα, θύμωσα και προς στιγμή μετάνιωσα. Αλλά από τότε που ήρθες εσύ, δε μετανιώνω για τίποτα. Γιατί όλα όσα έζησα με κάνουν σήμερα έναν άνθρωπο ικανό να σου δώσω την αγάπη που αξίζεις.

Να μπορώ να κοιμηθώ με εκείνη τη γαλήνη στο βλέμμα, ότι έχω φυλάξει για σένα όλη την ευτυχία που δικαιούσαι. Να ξέρω ότι κάθε φορά που με κοιτάς στα μάτια, βλέπεις τον κόσμο που έχω φτιάξει για εμάς και μόνο. Να νιώθω πως όταν αγγίζεις το κορμί μου καταλαβαίνεις πως τις πληγές μου τις γιάτρεψαν τα χάδια σου.

Δεν υπάρχει μοίρα που να σε κρατούσε μακριά μου. Δε χρειάστηκαν ευχές σε πεφταστέρια, κέρματα σε σιντριβάνια κι άλλα μυστικά ξόρκια για να ζωντανέψει το δικό μου παραμύθι. Γιατί ακόμη κι αν ποτέ με την άκρη του ματιού μου δεν είχα δει εκείνο το αστέρι να πέφτει, ακόμη κι αν η τσέπη μου ήταν άδεια όταν πέρασα από εκείνο το σιντριβάνι, εσύ πάλι θα ήσουν εδώ. Να με φωνάξεις με το όνομά μου και να αντηχήσει η φωνή σου στο σύμπαν. Να φέρεις το στήθος σου κοντά στο δικό μου και να συγχρονιστούν οι καρδιές μας. Να ανασάνεις βαθιά μετά απ’ το πρώτο μας φιλί κι η ανάσα σου να δώσει πνοή στο είναι μου.

Σε λέω πεπρωμένο, γιατί είσαι ο ήλιος που ξημέρωσε τα σκοτάδια του μυαλού μου. Σε λέω πεπρωμένο, γιατί τη μέρα που ξημέρωσες, εγώ ξαναγεννήθηκα. Σε λέω πεπρωμένο, γιατί είσαι η ευτυχία μου. Γιατί χαμογελάω όταν χαμογελάς και χαμογελάς όταν χαμογελάω. Γιατί για εμάς δεν υπάρχει αύριο. Για εμάς υπάρχει μόνο «για πάντα».

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη