Δεν πίστευες ποτέ σ’ αυτά, παραδέξου το. Ίσως δεν πιστεύεις ακόμα κι απλώς θεωρείς πως η τύχη σού χτύπησε απρόσμενα κι αναπάντεχα την πόρτα. Ή μάλλον καλύτερα σου χτύπησε ειδοποίηση στο κινητό σου. Εκείνα τα απρόσωπα ανθρωπάκια στο προφίλ σου απέκτησαν όνομα, υπόσταση κι έμενε μόνο ένα δικό σου κλικ στην «επιβεβαίωση», για να αποδεχτείς την είσοδο ενός αγνώστου στη ζωή σου.

Αρχικά ίσως δε σου έκανε κι εντύπωση. Δε θυμάσαι να είχες συναντήσει ποτέ αυτόν τον άνθρωπο. Τουλάχιστον όχι πρόσφατα κι όχι τις μέρες –και τις νύχτες – που ήσουν νηφάλιος.  Ίσως είχατε κάποιους κοινούς γνωστούς, ίσως κι όχι, αλλά δε σου έκανε έτσι κι αλλιώς διαφορά. Ήταν ένα ανάμεσα στα διάφορα αιτήματα φιλίας που περνούσαν απ’ το προφίλ σου. Μπήκες όμως και ψαχούλεψες λίγο το δικό του είτε από απλή περιέργεια, είτε γιατί ίσως και να σ’ άρεσε εμφανισιακά κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ. Κι ας μην το παραδέχεσαι ακόμα.

Και με λίγη ή πολλή σκέψη, με λίγη ή πολλή απερισκεψία, το αίτημα φιλίας έγινε δεκτό, αν και, για να λέμε την αλήθεια, φιλία ανάμεσά σας δεν υπήρξε ποτέ. Ίσως όλα να ξεκίνησαν από ένα επιτυχώς τυχαία σταλμένο μπλε χεράκι στη συνομιλία σας, στην προσπάθεια ενός απ’ τους δύο να βρει κάτι εύστοχο να γράψει, ίσως από ένα απλό, σκέτο «γεια», ίσως από ένα «τι κάνεις;», που σε πέτυχε απρογραμμάτιστα στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στο κρεβάτι, στο δρόμο, αλλά κάπως ανεξήγητα σε βρήκε ενθουσιασμένο να θες να απαντήσεις «τώρα που μου έστειλες είμαι τέλεια», αν και προφανώς αρκέστηκες σε κάτι περισσότερο λιτό και λιγότερο ακατανόητο.

Και ξεκινήσατε να μιλάτε σαν να γνωριζόσασταν από πάντα ή σαν από πάντα να θέλατε να γνωριστείτε. Και τα είπατε όλα. Αυτά που σκοπεύατε εξαρχής να πείτε κι αυτά που απλώς προέκυψαν, γιατί τα αφήσατε και γιατί μάλλον θέλατε να σας προκύψουν. Όπως απλά μα και τόσο ηθελημένα προέκυψε αυτό που έχετε τώρα. Ένας έρωτας από αίτημα φιλίας.

Μια άβολη πρώτη συνάντηση σχετικά σύντομα ή μετά από πολλά μηνύματα, μια αναγκαία δεύτερη κι ένα σωρό αναπόφευκτες άλλες, που δε θυμάσαι πια καλά-καλά  με λεπτομέρειες, αλλά δε θα ξεχάσεις ποτέ πόσο γρήγορα περνούσαν και πόσο λαχταρούσες να ξαναβρεθείτε. Μια επαφή που έγινε από τυπική, επιθυμία κι ένας άνθρωπος που έγινε από άγνωστος, δικός σου. Τόσο απλά και τόσο όμορφα.

Και μένετε να κοιτάζεστε και να χασκογελάτε ακόμα, κάθε φορά που κάποιος στην παρέα σας ρωτάει πώς γνωριστήκατε. Μάλλον περιμένουν να απαντήσετε πως κάπου, κάποτε σας έφερε κοντά κάποιος κοινός γνωστός, κάποιο καυτό καλοκαίρι, κάποιο κερασμένο ποτό, κάποιο δύσκολο μάθημα στη σχολή ή κάποιο διπλανό γραφείο στη δουλειά. Φαντάζονται πως ρωτήσατε από ‘δω κι από ‘κει ο ένας για τον άλλο, πριν βρεθείτε οι δυο σας, πως το συζητήσατε με φίλους και γνωστούς, πως βρήκατε αφορμή μέσα από χίλιες δυο περιστάσεις να έρθετε λίγο πιο κοντά και πως έβαλαν το χεράκι τους αυτοί που σας αγαπούν για να γίνει το προξενιό.

Έλα, όμως, που το μόνο χεράκι που βοήθησε τη σχέση σας είναι αυτό του Facebook! Έλα που δε χρειάστηκαν από μηχανής θεοί, κοινοί γνωστοί, μαγιό, θάλασσες, ποτά, καφέδες, σπουδές, δουλειές, πληροφορίες και συστάσεις, για να βρείτε τρόπο να πλησιάσετε ο ένας τον άλλο.

Ένα αίτημα φιλίας ήταν όλο κι όλο κι από ‘κει και πέρα μια ακατάπαυστη ανάγκη να τα πείτε και να τα μάθετε όλα. Μερικά αινιγματικά τραγούδια, μερικά υπαινικτικά στιχάκια και κάμποσες εκατοντάδες χαμόγελα μπροστά σε μια οθόνη, τα οποία έγιναν ακόμη περισσότερα όταν, αντί να αντικρίζουν γράμματα, αντίκρισαν βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που τόσες φορές είχες φανταστεί να διαπερνά το «είναι» σου, αυτό το βλέμμα που ήθελες τόσο να συναντηθεί με το δικό σου και να σου κόψει την ανάσα.

Κι έτσι κάπως τελειώνει η δική σας ιστορία. Ή μάλλον κάπως έτσι αρχίζει.  Γιατί, όσο αστείο κι αν ακούγεται, μερικά απ’ τα σύγχρονα παραμύθια δεν ξεκινούν με το ανέκαθεν ρομαντικά μαγικό «Μια φορά κι έναν καιρό…», αλλά με το μυστηριωδώς ερωτικά πολλά υποσχόμενο: «Θες να γίνουμε φίλοι;».

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη