Με έβαλαν να διαλέξω. Χρόνια τώρα νομίζουν πως τα νοήματα κολλούν στα λέξεις, ενώ εγώ σου λέω πως οι λέξεις έχουν για τα καλά κολλήσει στα νοήματα. Γιατί βιάστηκαν να στριμώξουν σε αρνητικούς χαρακτηρισμούς όσα φοβήθηκαν πως είναι ανίκανοι να διαχειριστούν. Κι ύστερα τα χώρισαν απ’ τα καλά με διαζευκτικά «ή», για να είναι σίγουροι πως δε θα τα συγχύσουν ποτέ. Έτσι αυτοσυγκρατούνται οι άνθρωποι.  Με μπόλικες κατηγοριοποιήσεις κι άλλες τόσες φοβίες.

Κατηγοριοποίησαν κι εμένα μόλις κατάλαβαν πως δε μοιάζω με τη σειρά τους. Στο «ονειροπόλος, αιθεροβάμων, επιπόλαιος» στρίμωξαν τον άνθρωπο που βλέπουν πως είμαι. Το πεπρωμένο μου γι’ αυτούς καταδικασμένο να ζει πάντα ανάμεσα σε αυτό που είναι διαθέσιμο και σε αυτό που κατά βάθος επιθυμεί. Γιατί γι’ αυτούς εγώ επιθυμώ αδιακρίτως κι αδιαλείπτως. Χωρίς μέτρο, κριτήριο, προορισμό. Χωρίς όριο.

Δηλώνω ερωτόληπτη. Με το ίδιο θράσος που μου κόλλησαν εκείνοι τη ρετσινιά, τους κολλάω εγώ στον τοίχο. Ναι, με κυριεύει ο έρωτας. Άλλωστε ο έρωτας αν δε σε κυριεύει, τι είδους έρωτας είναι τέλος πάντων; Ευνουχισμένος; Απ’ αυτούς που βολεύονται μέσα σε καταχωρημένα δεδομένα; Χειριστικοί όσοι δεν αντέχουν στα χέρια του άλλου να ανακαλύψουν μια πλευρά του εαυτού τους που δεν απελευθέρωσαν ποτέ.

Θέλω να θέλω. Επιθυμώ να επιθυμώ. Ποθώ να ποθώ. Όλη μου η ζωντάνια κρυμμένη μέσα σε αισθήσεις και απολαύσεις που χρωστάω στον εαυτό μου. Λαγνεία. Σωματική, πνευματική, ψυχική. Κι εκείνη η εντύπωση πως η αιωνιότητα βρίσκεται τελικά στη δύναμη του μυαλού να θέλει πάντα κι άλλο λίγο.

Και τόλμησαν να μου πουν πως ο ερωτόληπτος δε γίνεται να δηλώνει ερωτευμένος. Γιατί μάλλον απληστία και μοναδικότητα δεν πάνε μαζί. Και ποιος τους είπε τέλος πάντων πως δεν υπάρχει απληστία στη μοναδικότητα; Θέλω εσύ και μόνο εσύ να είσαι το «ένα» μου και σε θέλω πιο πολύ και για όσο πιο πολύ μπορώ. Δε θέλω άλλο, αλλά θέλω κι άλλο. Κι άλλο απ’ αυτό που μου δίνεις και ποτέ δε θα χορτάσω, γιατί έχεις τον τρόπο να το κρατάς εύγευστο σε κάθε μας φιλί, ενδιαφέρον σε κάθε μας κουβέντα, καυτό σε κάθε μας επαφή.

Η ανάγκη μου για τον έρωτά σου με παραλύει. Είσαι πια εξάρτηση και τρελαίνομαι να ζω με αυτήν. Δε συμβιβάζομαι με το μέτριό σου. Όχι εγώ, όχι μαζί σου. Όχι όσο έχω ακόμα την ευτυχία να σε κοιτάζω και να σκαλώνω, να σε μυρίζω και να μεθάω, να σου μιλάω και να χάνω τα λόγια μου.

Τι να μου πουν εκείνοι που κοιμούνται κι ονειρεύονται πλάτη με πλάτη; Τι να μου πουν εκείνοι που συγχρονίστηκαν με ένα κινητό ή ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι; Τι να μου πουν εκείνοι που προσποιήθηκαν ανικανοποίητες ικανοποιήσεις βράδια που θα προτιμούσαν να βρίσκονταν αλλού; Τι να μου πουν εκείνοι που έμαθαν να λένε όταν ξέχασαν να ζουν;

Εγώ διάλεξα να μη βαριέμαι, όταν κατάλαβα πως είναι επιλογή μου. Και δεν ήταν εύκολο. Μόνο εγώ ξέρω πόσο πάλεψα με τη συνήθεια και την ασφάλειά της. Μόνο εγώ ξέρω πόσο πάλεψα με ανθρώπους που ήταν ιδανικά πλασμένοι για τους άλλους μα αταίριαστοι για μένα. Μόνο εγώ ξέρω πόσο εύκολα ξεμένεις με το «τίποτά» σου, όταν διαλέγεις να ποντάρεις τα «πάντα» σου.

Δεν είναι εύκολο να είσαι ερωτόληπτος. Ψάχνεις να κουμπώσεις κάπου ανάμεσα στο λίγο των συμβιβασμένων χωρίς να τους καταλαβαίνεις και χωρίς να σε καταλαβαίνουν. Τους βλέπεις να δελεάζονται απ’ το χάος σου και κάνουν πάντα ένα βήμα πίσω τελικά. Κι εσύ μένεις να αναζητάς το βάθος στους ρηχούς.

Αλλά η ζωή δικαιώνει τους τολμηρούς, γιατί οι τολμηροί αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το δικαίωμα για ζωή. Βρίσκουν έναν ακόμη τρελό συνοδοιπόρο και πορεύονται στο χάος μαζί, αφήνοντας τους άλλους να μιλούν για ύποπτη ευτυχία. Ύποπτη ευτυχία σε ανύποπτο χρόνο.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή