Τι θέλεις; Διακοπές σε ένα μέρος που να σου αποπλανεί το μυαλό απ’ τη συνήθεια που λέγεται «καθημερινότητα» κι εκείνους που καιρό τώρα αποπλανούν την καρδιά σου απ’ την άλλη συνήθεια που λέγεται «μοναξιά». Για εμάς αυτή είναι η οικογένειά μας. Η οικογένεια που φτιάχνουμε οι τρεις μας. Κι είμαστε αχώριστοι, γιατί μόνο έτσι απολαμβάνουμε όσα αξίζουν στη ζωή μας.

Γι’ αυτό και φέτος ετοιμάζουμε αποσκευές εμείς χαμογελώντας κι αυτός κουνώντας την ουρά του, περιφερόμενος γύρω απ’ τις βαλίτσες. Πού και πού έχει μια μελαγχολία και μια ανησυχία μήπως στο ταξίδι δε συμπεριλαμβάνεται κι εκείνος, αλλά κατά βάθος ξέρει πως το πλάνο είναι «διακοπές εγώ, εσύ κι ο σκύλος μας».

Τα φορτώσαμε όλα κι ανάμεσα στριμώξαμε μπαλάκια, σκυλοτροφές, βιβλιάρια, αμπούλες για τα κουνούπια, τα μπολ για το φαγητό και το νερό του και ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι. Εκείνος στο πίσω κάθισμα κοιτώντας περήφανα έξω απ’ το παράθυρο κι εμείς μπροστά χαϊδεύοντάς τον κατά διαστήματα για να μη φοβάται. Μάλλον εμείς φοβόμαστε περισσότερο, γιατί ξέρουμε πως λατρεύει τη βολή του, αλλά θέλουμε για όσο τον έχουμε κοντά μας να του προσφέρουμε ευτυχία.

Στις φωτογραφίες είναι σε όλες πρωταγωνιστής. Ξέρει πως θα τις κρεμάσουμε αργότερα στο ψυγείο, στους τοίχους και θα τις δείχνουμε με τόση χαρά στους φίλους μας. Είναι για εμάς ο πιο όμορφος σκύλος του κόσμου κι αυτό πια το έχει καταλάβει. Ίσως κλαίει ή γαυγίζει λίγο εκείνες τις φορές που τον αφήνουμε στο δωμάτιο, γιατί δεν μπορούμε να τον εκθέτουμε στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, αλλά πηδάει πάντα με λαχτάρα πάνω μας μόλις ανοίγουμε την πόρτα διεκδικώντας την προσοχή μας που τόσο του λείπει.

Κυνηγάει τις μύγες που τον εκνευρίζουν, αποζητά σαν τρελός τη σκιά, κάνει νέους φίλου, Έλληνες και τουρίστες, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βγάλει απ’ τις πατούσες του την άμμο που κολλάει και δοκιμάζει τη θάλασσα. Κι εμείς του δίνουμε την ελευθερία που του αξίζει για να τα απολαύσει όλα. Λύνουμε όποτε μπορούμε το λουρί και τον καμαρώνουμε να γεύεται μια αλλιώτικη ζωή από αυτή που έχει συνηθίσει.

Σε κοιτάζω πώς χαμογελάς που τον βλέπεις τόσο ευτυχισμένο κι ηρεμώ κι εγώ. Του πετάς το μπαλάκι κι έρχεται καμαρωτός-καμαρωτός να στο φέρει πίσω περιμένοντας το χάδι σου για επιβράβευση. Πού και πού του δίνεις κανένα καλούδι κάτω απ’ το τραπέζι απ’ τα διαφορετικά φαγητά που δοκιμάζουμε στις διακοπές και του τρέχουν τα σάλια.

Το πρωί ξυπνά πάντα πρώτος με μια πρωτόγνωρη ανυπομονησία να του ανοίξουμε την πόρτα και να ξεχυθεί στην εξοχή. Μοιάζει ακούραστος, αν και συνήθως λαχανιάζει όταν τον βγάζουμε βόλτα με λουρί απ’ τη μανία του να προπορευτεί, να τα μυρίσει όλα και φυσικά, να τα κατουρήσει όλα.

Είμαστε και προετοιμασμένοι για την πιθανότητα να πρέπει να τον μαζεύουμε από κανέναν καλοκαιρινό έρωτα. Άλλωστε, την αγάπη την έμαθε από εμάς κι έχει την τσαχπινιά στο αίμα του.  Κουνάει με σκέρτσο την ουρά του και παρασύρεται από άλλες ναζιάρικες ουρές. Τον έχουμε πάντα καλοχτενισμένο και μοσχοβολιστό κι ακόμα «περνά η μπογιά του».

Σε ευχαριστώ γι’ αυτές μας τις αναμνήσεις. Σε ευχαριστώ που δε σε νοιάζει τι θα πει ο περίεργος κόσμος, που συμβιβάζεσαι και στερείσαι, για να μπορούμε να τον έχουμε μαζί μας στις διακοπές, που αντέχεις και τον προσέχεις σαν μικρό παιδί.

Ξέρεις, κρατάω στα χέρια μου όλο τον κόσμο όταν απ’ τη μία κρατάω εσένα κι απ’ την άλλη το λουρί του. Και δε θέλω τίποτα άλλο. Αλήθεια.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη