Καλοκαίρι. Καυτός ήλιος που καίει τα περισσεύματα του ψύχους στις καρδιές και γαλανός ουρανός που δίνει χρώμα στις μουντές ματιές. Σώματα που αφήνονται στη μερική τους γύμνια αναζητώντας ένα δροσερό ανατριχιαστικό αεράκι και ψυχές που ανασαίνουν και πάλι μέσα από ορθάνοιχτα παράθυρα.

Καλοκαίρι στην πόλη. Στα γραφικά καφέ σε μικρά πλακόστρωτα δρομάκια με εκείνο το χαρακτηριστικό μουρμουρητό του κόσμου και την υπόκωφη καλοκαιρινή μουσική, στη μυρωδιά από αντηλιακό στο μετρό ή στο λεωφορείο όσων προσπαθούν να προστατευτούν απ’ την ακτινοβολία, στα κοκκινισμένα μάγουλα όσων δεν τα κατάφεραν, στην αρμύρα των νέων που με ένα σακίδιο και μια μπάλα στο χέρι επιστρέφουν απ’ το μπάνιο τους, στις μέρες που ξεχνούν πλέον να νυχτώσουν και στις βραδιές που πλημμυρίζουν από φως ολόγιομων φεγγαριών.

Καλοκαίρι στην εξοχή. Στη θέα μιας ατελείωτης θάλασσας που γαλήνευσε για τα καλά, στο απαλό άγγιγμα της άμμου, στις ξασπρισμένες αυλές που αντανακλούν το φως του ήλιου, στα ζευγάρια με τα ηλιοκαμένα σώματα και τα καυτά φιλιά που κολυμπούν αγκαλιασμένα στη δύση του ήλιου, στους τουρίστες, τους περιηγητές και τους ονειροπόλους.

Τους ονειροπόλους. Εκείνους που στην ξαστεριά αναζητούν την ευτυχία, στον ορίζοντα τον προορισμό και στα βλέμματα τον έρωτα. Το καλοκαίρι τους θρέφει. Ζεσταίνονται οι καρδιές τους και τα όνειρα θεριεύουν.  Δεν κοιμούνται πολύ. Προτιμούν να ονειρεύονται ξύπνιοι. Σε εκείνο το κρεβάτι με τις αϋπνίες του καύσωνα, σε εκείνη τη νυχτερινή βόλτα ανάμεσα σε πλήθος κόσμου που ξενυχτά διασκεδάζοντας, σε εκείνη την ακρογιαλιά με μια παρέα που παίζει κιθάρα και χασκογελά.

Ένα καλοκαίρι διαδέχτηκε έναν χειμώνα. Μια ξαστεριά διαδέχτηκε μια καταιγίδα, μια νηνεμία διαδέχτηκε μια φουρτούνα. Έτσι γεννιούνται οι ελπίδες στο παράδειγμα της φύσης. Έτσι πείθονται οι ψυχές πως ό,τι γίνεται αλλάζει. Το καλοκαίρι δεν τρομάζει. Δεν έχει δυνατές βροντές, άξαφνες μπόρες, καταστροφικές πλημμύρες, αναπάντεχο κρύο, ολοσκότεινα νεκρικά βράδια. Το καλοκαίρι δε φυλακίζει. Δεν έχει καλά ασφαλισμένα παράθυρα, μέχρι πάνω κουμπωμένα πανωφόρια, μάτια που αχνοφαίνονται ανάμεσα σε κασκόλ και σκουφιά, βήματα βαριά μέσα σε σκληρά δερμάτινα παπούτσια.

Πώς είναι το καλοκαίρι; Το καλοκαίρι απελευθερώνει. Έχει σώματα αέρινα μέσα σε ελαφριά υφάσματα, πόδια, που δεν ασφυκτιούν, μέσα σε πέδιλα και σαγιονάρες, έχει βραδιές σε μπαλκόνια και ταράτσες με ταβάνι τον ουρανό, έχει περιπάτους σε δρόμους που ζουν και πάλι, έχει ελπιδοφόρα σχέδια για τις επερχόμενες διακοπές που φέτος θα είναι σίγουρα κάπως αλλιώτικες. Όπως και κάθε φέτος άλλωστε.

Το καλοκαίρι έχει δικαίωμα στο όνειρο. «Όνειρα θερινής νυκτός» τα ονόμασαν κάποιοι θέλοντας να μιλήσουν για τους αιθεροβάμονες, αυτούς που την ευτυχία την κυνηγούν στο «θα» και στο «αν», αυτούς που δεν υποκλίθηκαν στο φόβο του απραγματοποίητου, αλλά έμειναν πιστοί στην αντίληψή τους πως η δύναμη των ονείρων «πιάνει» ακόμη κι αν αυτά ποτέ δε γίνουν πραγματικότητα.

Τα όνειρα του καλοκαιριού είναι τα ταξίδια που εκβιαστικά το μυαλό κάνει κόντρα στην αδυναμία του σώματος. Είναι εισιτήριο σε τσέπες κατά τα άλλα τρύπιες, σε ζωές κατά τα άλλα ασφυκτικές. Είναι προορισμός υπαρκτός ή μη, με συνεπιβάτες γνωστούς ή φανταστικούς, είναι καταστάσεις που ίσως κάποτε φέρει η τύχη ή απλώς πνίξει μια για πάντα η ατυχία. Τα όνειρα του καλοκαιριού είναι το πεπρωμένο που διαλέγουμε μετά από έναν χειμώνα που μάθαμε να αντέχουμε.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη