Πληκτρολογώ. Τρεμάμενα τα δάχτυλά μου σαν σε παράνοια, σαν σε στέρηση. Όλες οι παραλείψεις κι οι υπεκφυγές σεργιανάνε στο κεφάλι μου κι η νύχτα δε λέει να ξημερώσει. Αναμένει τις παραδοχές μου. Είναι βέβαιη πως σε μερικούς ακόμα χτύπους του ρολογιού θα έχω λυγίσει και θα στα έχω γράψει όλα. Είναι η ανάμνηση που δεν περνά κι η προσμονή που δεν εγκαταλείπει. Κι είσαι κι εσύ που τούτη τη δύσκολη ώρα κοιμάσαι.

Ζηλεύω την ηρεμία στο κεφάλι σου. Ζηλεύω που νανουρίζεις τους δαίμονές σου. Τους ξεγελάς όπως κι εμένα. Τους ξεγελάς όπως κι εσένα. Στην ψευδαίσθηση ποντάρεις κι αυτή σε δικαιώνει. Κι εγώ σου γράφω κι ας μη βρω δικαίωση ποτέ. Άλλωστε, δεν έχω επιχειρήματα. Κι αν είχα, ξέμειναν στα μηνύματα που δε σου έστειλα ποτέ μες στη μέρα. Τώρα βράδιασε και νυστάζω κι αφήνομαι και παραλύω. Τώρα βράδιασε και τολμάω.

«Ξέρω ότι κοιμάσαι, αλλά…». Τι; Θες να γράψω κι άλλα; Δε βρίσκεται η αλήθεια στ’ ανομολόγητα. Βρίσκεται στα προφανή. Βρίσκεται στο ξενύχτι μου για πάρτη σου. Βρίσκεται στη σκέψη μου που σε χαζεύει, ενώ κοιμάσαι. Βρίσκεται στην ανάγκη μου να σου μιλάω κι ας ξέρω πως δε μ’ ακούς. Δεν είναι, άλλωστε, πρώτη φορά κι ίσως ούτε και τελευταία.

Ξέρω ότι κοιμάσαι. Ίσως εύχομαι ο ήχος του κινητού να σε ξυπνήσει. Αντέχω να περιμένω μέχρι το πρωί; Αξημέρωτες οι βραδινές μου ανησυχίες. Γίνονται φοβίες στο σκοτάδι και τρυπώνουν σε ασύντακτα, ακατανόητα, ύποπτα μηνύματα. Μηνύματα που δε ζητούν τίποτα, μα τα ρισκάρουν όλα. Ρισκάρω να ξέρεις πως είσαι το όνειρο, που βλέπω με τα μάτια ανοιχτά, και να διαλέξεις να γίνεις εφιάλτης. Στο χέρι σου η τύχη μας. Στο χέρι μου όλο κι όλο ένα μήνυμα.

«…αλλά». Λογική κι αϋπνία σε κόντρα κι απόψε. Αλλά θέλω να σε πιάσω, να σε ταρακουνήσω, να σε κολλήσω στον τοίχο, μήπως και καταλάβεις πως με εμάς τους δύο εκκρεμούν προθέσεις. Προθέσεις που χάνουν στην αποφασιστικότητα κι επιβιώνουν στην ανικανότητα.

Τι να γράψω; Όλα ταιριαστά κι όλα λειψά. Όλα αλήθειες κι όλα μπούρδες. Στις τέσσερις πρώτες λέξεις τα έχω πει όλα. Διαβάζεις την ανάγκη μου να σου μιλήσω; Διαβάζεις την ανάγκη μου η νύχτα να έχει κάτι από σένα; Τι να τον κάνω το χρόνο, αν ξέρω καλά μόνο πώς να τον χάνω; Έχω παγιδευτεί εκεί. Ανεξόφλητοι οι λογαριασμοί μου με τον πόθο μου για σένα και μου χρεώνονται εμμονές. Σε τι θα πληρώσω; Σε θιγμένο εγωισμό; Χάρισμά σου.

Το πρωί θα ξυπνήσεις και θα ‘μαι εκεί. Θα καταλάβεις πως το μυαλό μου αρνείται να περάσει τη νύχτα αλλού. Ηδονιστικά τα βράδια που μου λείπεις. Πλάθουν εικόνες που φτιάχνουν το μυαλό και ταράζουν το σώμα. Εικόνες φανταστικές που απέχουν απ’ την πραγματικότητα, γιατί τους στερείς την έγκριση να ζωντανέψουν. Στερείς απ’ το «εμάς» το «εσένα».

Ξέρω ότι κοιμάσαι όσο τα γράφω, αλλά έχεις ξυπνήσει όσο τα διαβάζεις. Νιώθεις σαν να ξενύχτησα στην πόρτα σου; Σαν να μη βρήκα ποτέ το θάρρος να χτυπήσω, αλλά περίμενα μέχρι να βγεις το πρωί για να πας για δουλειά; Δε θέλω να παραβιάσω τη ζωή σου. Θέλω να παραβιάσω τη βολή σου.  Κι έχω φυλάξει για σένα μια ανυπόμονη υπομονή, που ψάχνει απελπισμένα διακριτικά να σπάσει τη σιωπή σου.

Γράφω, σβήνω. Φαύλος κύκλος που με παίζει πια για τα καλά. Φοβάμαι πως θα χαθείς στα συμπεράσματά σου πάνω σε κάθε ασάφειά μου. Φοβάμαι πως θα χαθείς στη δειλία σου πάνω σε κάθε υπερβολή μου.

Γι’ αυτό κι εγώ σου στέλνω με μπόλικο θάρρος  ένα σκέτο «Ξέρω ότι κοιμάσαι, αλλά…» και πέφτω επιτέλους στο κρεβάτι. Θέλω εσύ τώρα που το διαβάζεις να σκεφτείς ποια θα ‘θελες να είναι η συνέχεια του μηνύματος. Πόσο θάρρος θα χρειαστείς για να πιστέψεις πως αυτό που σκέφτηκες είναι μάλλον κι αυτό που εννοούσα;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη