Μαμά, κάθεσαι; Πρέπει να σου πω κάτι που θα σε ταράξει. Όχι, ζακέτα φοράω, μαμά. Μην ανησυχείς. Απλά εγώ κι όλη μου η ακαταστασία, εγώ και τα πεταμένα μου ρούχα από ‘δω κι από ‘κει, εγώ κι οι κάλτσες μου που ποτέ δε βρήκαν το ταίρι τους, εγώ και τα παπούτσια μου που ποτέ δεν μπόρεσαν να σταθούν το ένα δίπλα στ’ άλλο, εγώ κι όλα τα περιττά αντικείμενα που ποτέ δεν μπόρεσα να αποχωριστώ, πήραμε την απόφαση να μετακομίσουμε.

Ήρθε ο καιρός εγώ κι η ηλικία μου, η περίσσια ωριμότητά μου κι όλη μου η νοικοκυροσύνη να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα. Ξέρω πως το να ζει κανείς μακριά σου είναι κάτι παραπάνω από δοκιμασία. Είναι μάλλον αγώνας επιβίωσης κι επειδή είναι της μόδας κι εγώ λεφτά για παραδείσια καταλύματα στον Άγιο Δομίνικο δεν έχω, θα τον ζήσω στο δικό μου δυαράκι στον Άγιο Δημήτριο, στον Άγιο Νικόλαο ή κάπου εδώ τριγύρω τέλος πάντων.

Θα πεινάσω, το ξέρω. Ναι, θα με μάθουν όλοι οι ντελιβεράδες της περιοχής και τα διαφημιστικά φυλλάδια με φαγητό θα με σώζουν πάντα την κατάλληλη στιγμή. Αυτά σκέφτεσαι ήδη. Σκέφτεσαι ότι τα ταπεράκια σου θα είναι ο παράδεισός μου. Κι ότι τα ρούχα μου θα πάρουν όλα μια ροζ απόχρωση ή θα ξεμένουν πλυμένα μες στο πλυντήριο για μέρες, ότι θα κυκλοφορώ με ασιδέρωτα και τι θα πει ο κόσμος για τις αρχές που με μεγάλωσες, ότι το σπίτι μου θα είναι έρημος Σαχάρα απ’ την πολλή σκόνη, ότι θα ξεχνάω να βγάλω τα σκουπίδια κι ότι η στοίβα στον νεροχύτη θα με ξεπερνάει σε μπόι.

Σκέφτεσαι ότι θα ξεχνάω τον θερμοσίφωνα αναμμένο, ότι δε θα ακούω το ξυπνητήρι το πρωί, ότι φίλοι μου θα κείτονται αποκοιμισμένοι όπου βρουν μετά από κάθε μας ξενύχτι κι ότι δε θα ανοίγω τα παράθυρα διάπλατα χειμώνα-καλοκαίρι για να αερίζεται ο χώρος. Και μετά μικρόβια, ζωύφια, τσιγαρίλα κι άλλα τέτοια κακά θα με βρουν.

Για κοίτα με. Δεν πιστεύω να σκέφτηκες ότι πια δε σε έχω ανάγκη; Ότι άνοιξα τα φτερά μου, πέταξα και ξέχασα τη μανούλα; Η Ελληνίδα μανούλα δε γεννήθηκε για να ξεχαστεί. Έχει βρει τον τρόπο της να μένει αλησμόνητη στην καρδιά, στο μυαλό και στην κοιλιά μας. Θα μου λείψουν τα χάδια σου εκείνα τα πρωινά που μόνο με τάμα κατάφερνες να με ξυπνήσεις. Θα μου λείψουν τα φιλιά σου που με περίμεναν στη γωνία για να μην προλάβω να αντιδράσω. Θα μου λείψει που πάντα είχες μια απάντηση στον αιώνιο προβληματισμό μου «Τι να φάω;», ακόμα κι αν κάποτε αγανακτούσες και μου έλεγες «Τα πόδια σου».

Θα μου λείψει το «Να την ακούς τη μανούλα», που τελικά ποτέ δεν αποδείχθηκε λάθος. Θα μου λείψει που πάντα ήξερες τι χρειάζομαι πριν καν προλάβω να το ζητήσω. Και θα μου λείψει που τα έκανες όλα με τόση αγάπη κι ας σε έσκαγα κι εγώ πολλές φορές. Πώς με άντεξες, βρε μάνα; Είσαι αληθινή ηρωίδα.

Μήπως χαίρεσαι ότι ξεμπέρδεψες από μένα; Ότι είμαι ένας μπελάς πια δε θα σε βαραίνει; Κι εμένα ποιος θα προσέχει όταν αρρωσταίνω; Ποιον θα παίρνω τηλέφωνο για να μου πει πώς να ρυθμίσω το πλυντήριο ρούχων, πώς αλλάζει η σακούλα στην ηλεκτρική σκούπα, πώς επανέρχονται τα ρούχα στη φυσική τους απόχρωση και πώς στο καλό πετύχαινες εκείνα τα μακαρόνια αλντέντε και το αβγό μελάτο;

Τίποτα δε θα είναι το ίδιο, γιατί τίποτα δε θα ‘ναι εσύ. Τίποτα δε θα ‘χει το άρωμα απ’ το μαλακτικό σου, τίποτα δε θα ‘χει τη γεύση απ’ το φαγητό σου, τίποτα δε θα ‘χει τη φρεσκάδα απ’ την καθαριότητά σου, γιατί τίποτα δε θα ‘χει την αγάπη σου. Θα ‘χει μόνο μπόλικη απ’ τη βαρεμάρα μου να κάνω όλες αυτές τις αγγαρείες.

Μαμά, ήρθε ο καιρός που θα μου λείψει πιο πολύ από ποτέ αυτή σου η αγάπη. Ε, κι ήρθε κι ο καιρός που θα σου λείψει πιο πολύ από ποτέ αυτή μου η τσαπατσουλιά. Έτσι για να λέμε αλήθειες, mamma mia.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη