Λίγο πιο κάτω απ’ τα μάτια, λίγο πιο πάνω απ’ την καρδιά. Λίγο πιο κάτω απ’ τα χείλη, λίγο πιο πάνω απ’ το στήθος. Εκεί που το στόμα ζητά και το στέρνο αναμένει. Με ανάσες που λαχταρούν και λόγια που καίνε. Εκεί ανάμεσα βρίσκεται το σημείο του κορμιού σου που ανέκαθεν με διεκδικούσε με έναν βουβό, ύπουλο, μαγνητικό τρόπο.

Ο λαιμός σου. Θέλω να τον αγγίζω, να τον μυρίζω, να τον φιλάω, να τον γεύομαι. Να παρακολουθώ πώς ξεροκαταπίνεις τις αμήχανες στιγμές μας. Πώς προσπαθείς να καταπνίξεις τις ακατάλληλες εμμονές μας. Να νιώσω τους κόμπους σου, όταν η απόστασή μας είναι κάθε άλλο παρά ασφαλείας. Και να μάθω για τις αναπνοές σου. Εκείνες που κόβονται στο λαιμό σου, μέχρι που απεγνωσμένα ανασαίνεις στο φιλί μας.

Ο λαιμός σου. Που τρέμει όταν μιλάς και μαζεύεται όταν ντρέπεσαι. Που ξέρω πως κρύβει τους πιο έντονους παλμούς σου. Τους αμήχανους, τους ταραγμένους, τους λάγνους. Αυτούς που προσπαθούν κι αυτούς που απολαμβάνουν. Αυτούς που ζαλίζουν το κεφάλι σου κι ιδρώνουν το κορμί σου. Με εκείνη την αλμύρα πίσω απ’ τα αφτιά σου, που γυρνά σε ατίθασα καλοκαιρινά βράδια κι αποζητά σε ένα φύσημα και μια ανατριχίλα να μην ξημερώσει ποτέ.

Ο λαιμός σου. Με εκείνο το λακκάκι στη βάση του. Πόσο άβολο θα σου ήταν να σε άγγιζα εκεί; Θα ένιωθες κοντά στον πνιγμό ή στην παραίσθηση; Θα έκλεινες τα μάτια σου; Θα μπέρδευες τα λόγια σου; Θέλω να σε φιλήσω εκεί. Σε σχεδόν ίση απόσταση από καρδιά και νου, θέλω να σε κερδίσω και στα δύο. Θέλω να θες και στα δύο να κερδηθείς.

Ο λαιμός σου. Που δειλά κρύβεται ή δειλά εμφανίζεται πίσω από κλειστές μπλούζες, κουμπωμένα μπουφάν κι ασφυκτικούς γιακάδες. Που στέκεται πάντα τόσο ταιριαστά στις περιστάσεις. Με μια καθαρότητα ή μια κομψότητα, με μια σεξουαλικότητα ή μια χυδαιότητα. Με μια υπεροψία ή μια μετριοφροσύνη.

Ο λαιμός σου. Που χρόνια τώρα στηρίζει όσα φορτώθηκες στο κεφάλι σου. Υπεκφυγές, φοβίες, ατέλειες κι ημιτέλειες. Άσε με να κρατήσω ή να ξορκίσω κάποιες. Θέλω να σε δω να χαλαρώνεις, να αφήνεσαι. Πιάνεις τον αυχένα σου. Άσε με να δω πού πιάστηκαν όσα σε βασανίζουν. Θέλω να αισθανθείς τον ηλεκτρισμό στην ανακούφιση.

Ο λαιμός σου. Με εκείνα τα φιλήματα που αφήνουν ασυγκράτητα σημάδια. Κάθε φορά που αγγίζεσαι, χάνω τα λογικά μου. Πώς περιφέρεις τα δάχτυλά σου εκεί που θέλω να περιφέρω τα χείλη μου. Καις; Παγώνεις; Τι σου συμβαίνει και τι θα ‘θελες να σου συμβεί; Προσπαθείς κάτι να αποτρέψεις ή μήπως κάτι προκαλείς;

Ο λαιμός σου. Που, όταν ερωτευόμαστε στα σεντόνια, τεντώνεται προς τα πίσω ανασηκώνοντας το κορμί σου. Πόσο επικίνδυνα κοντά μου σε φέρνει. Θέλω να σε κοιτάζω και να σε φιλάω. Απ’ τον αφαλό μέχρι το πηγούνι και πάλι πίσω. Μια διαδρομή από εκεί που έχεις που έχεις τον έλεγχο μέχρι εκεί που τον χάνεις. Απ’ το γενικά επιτρεπτό μέχρι το ειδικά εξαιρετέο.

Δεν έχω άλλα να γράψω. Στέρεψαν οι λέξεις μόλις ζωντάνεψαν οι εικόνες, μόλις ξεθάρρεψαν οι αισθήσεις.  Σε θέλω. Λίγο πιο κάτω απ’ τα μάτια, λίγο πιο πάνω απ’ την καρδιά. Λίγο πιο κάτω απ’ τα χείλη, λίγο πιο πάνω απ’ το στήθος. Εκεί που το στόμα ζητά και το στέρνο αναμένει. Με ανάσες που λαχταρούν και λόγια που καίνε. Εκεί ανάμεσα βρίσκεται το σημείο και του δικού μου κορμιού που για πρώτη φορά εσένα σε διεκδικεί με έναν βουβό, ύπουλο, μαγνητικό τρόπο. Το νιώθεις;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη