Μας ξέρουν καλά, από τότε που εμείς για τον εαυτό μας γνωρίζουμε μόνο μερικές χιλιοειπωμένες αστείες ιστορίες. Ήταν παρόντες σε στιγμές σημαντικές, κρίσιμες, στενάχωρες, αξέχαστες. Έπαιξαν μαζί μας, μας σήκωσαν ψηλά κι εμείς χαχανίσαμε στα χέρια τους, έκαναν τα πάντα για να είναι «θείος» ή «θεία» η πρώτη μας λέξη, μας βοήθησαν στα ασταθή μωρουδιακά μας βήματα, μας αγόρασαν τα καλύτερα παιχνίδια του κόσμου, πειραματίστηκαν πάνω μας το ρόλο του γονιού ή μας έσωσαν απ’ τους γονείς μας όταν εκείνοι μάθαιναν πώς να μας πρωτομεγαλώνουν.

Μας αγάπησαν σαν το μοναδικό παιδί τους ή σαν ένα απ’ τα παιδιά τους. Ήταν πάντα εκεί για να ακούσουν αυτά που δεν είχαμε τη δύναμη να πούμε στους γονείς μας και συνωμότησαν μαζί μας για χίλιες δυο ακίνδυνες σκανταλιές. Μας έκαναν πλάτες, μας τάισαν κρυφά λιχουδιές κι όταν χρειάστηκε, μας κατσάδιασαν χειρότερα κι απ’ τους γονείς μας, γιατί είχαν την αμεσότητα να μας μαλώσουν και την ανάγκη να μας δουν ευτυχισμένους.

Και κάπως έτσι, μεγαλώσαμε. Και μεγάλωσαν κι εκείνοι μαζί μας. Από «θειούλα» και «θειούλη» τώρα για να τους πειράξουμε τους αποκαλούμε «θείε» και «θεία», απλά για να τους δούμε να στραβώνουν και να συνοφρυώνονται. Πλέον από την άνεση που είχαν εκείνοι να μας κάνουν κήρυγμα, περάσαμε στην άνεση που έχουμε εμείς να τους μιλάμε όπως στους φίλους μας.

Γιατί είναι φίλοι μας. Κι ίσως απ’ τους καλύτερους που θα μπορούσαμε να έχουμε. Μαζί μας παραμένουν πάντα παιδιά κι αυτό αρέσει τόσο σε εκείνους όσο και σε εμάς. Θα μας προκαλέσουν για ένα ατελείωτο ξενύχτι, θα τους ειρωνευτούμε πως δε θα αντέξουν γιατί γέρασαν και μετά κι οι δυο θα συμφωνήσουμε σιωπηλά πως εκείνοι είναι ικανοί για πολλά περισσότερα από ό,τι εμείς –μας έχουν έτσι κι αλλιώς χιλιοπεί τη φράση «εγώ στα νιάτα μου…» αφήνοντας πάντα στη φαντασία τη συνέχεια υπονοώντας πως έχουν κάνει τα χειρότερα ή τα καλύτερα.

Μας δένει κάτι μοναδικό. Ίσως η οικειότητα που από σεβασμό δεν μπορούμε να έχουμε εμείς με τους γονείς μας κι εκείνοι με τα παιδιά τους. Δεν ντραπήκαμε ποτέ μπροστά τους. Δε χρειάστηκε να σκεφτούμε ποτέ αν ήμασταν αντάξιοι των προσδοκιών τους, γιατί μας αγάπησαν ανιδιοτελώς. Κι έτσι μας αγαπούν ακόμα. Τους θυμίζουμε εποχές που δε θέλουν να ξεχάσουν και μας θυμίζουν εποχές που θα θέλαμε να μπορούσαμε να γνωρίζουμε.

Ισορροπούν τόσο τέλεια ανάμεσα στο μοντέρνο και στο παραδοσιακό. Πότε ξεφεύγουν και γίνονται κολλητοί μας μιμούμενοι τις φράσεις και τις πράξεις της ηλικίας μας, φορώντας γυαλιά πρεσβυωπίας και παλεύοντας -πάντα με χάρη και δήθεν άνεση- να χειριστούν τα ολοκαίνουργια smartphones τους, και πότε ξεφεύγουν και γίνονται οι «ζακέτα να πάρεις» κι οι «μην αργήσεις». Θέλουν selfie με duckface ή check in, αλλά καταλήγουν πάντα σε πασιέντζα, παιχνίδια με χρωματιστές μπίλιες ή αθλητικές ειδήσεις.

Γελάμε μαζί τους. Γιατί για εμάς είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα. Απ’ το να μάθουν να χρησιμοποιούν την τεχνολογία, μέχρι το να μας σταθούν στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Απ’ το να βγουν για καφέ με εμάς και τους φίλους μας, μέχρι το να μας μαζέψουν από ενήλικες –κι ανώριμες– επιλογές.

Δεν είναι λίγο πράγμα να ξέρεις πως αυτός ο άνθρωπος που λέγεται θείος ή θεία είναι στην πραγματικότητα ο φύλακας άγγελός σου. Μπορεί να τους λείπουν τα λευκά φτερά, αλλά έχουν δυο ολόζεστα, δυνατά χέρια, πρόθυμα να μας αγκαλιάσουν, να μας σηκώσουν, να μας στηρίξουν, να μας συγχαρούν, να μας χαϊδέψουν. Είναι το σχέδιο σωτηρίας μας. Είναι το σχέδιο ασφαλείας μας. Όπου κι αν μας βγάλει η ζωή, όσο μόνους κι αν διαλέξει η μοίρα να μας αφήσει, οι θείοι μας ποτέ δε θα μας εγκαταλείψουν.

Και γι’ αυτό δεν υπάρχει κατάλληλο «ευχαριστώ». Υπάρχει βαθιά εκτίμηση κι αγάπη. Υπάρχει βαθιά φιλία. Γιατί αν οι φίλοι μας είναι η οικογένεια που διαλέγουμε στη ζωή μας, τότε οι θείοι μας αποδεικνύουν πως ίσως τελικά κι η οικογένειά μας μπορεί να είναι οι φίλοι που διαλέγουμε να μοιραστούμε τα χρόνια που περνούν.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη