Βήματα κι ανάσες. Χαμένα βλέμματα σε ένα ταξίδι στο χρόνο. Τα αρώματα δεν τα σκόρπισε ο άνεμος. Τις εικόνες δεν τις ξεθώριασε ο ήλιος. Τα φιλιά έχουν ακόμη την ίδια γεύση. Ολόφρεσκη και νοσταλγική. Περπατήματα δυο σκιών που κάποτε είχαν σώμα και δήλωναν ευτυχισμένες. Κι αν και δεν είχαν σπίτι, είχαν δρόμο. Μπόλικο δρόμο. Και θα τον περπατούσαν ξανά και ξανά, και θα τον σεργιάνιζαν χέρι-χέρι. Γιατί αυτός ο τόπος ήταν, είναι και θα είναι η δική τους γειτονιά.

Αν και πια γυρίζουν χώρια. Τα χέρια ξεμάκρυναν και τα αρώματα ποτίζουν ξένα σεντόνια. Και ζουν ή προσποιούνται ευτυχίες σε άλλες αγκαλιές. Κι οι γειτονιές αλλάζουν σαν τα όνειρα. Μονοκατοικίες γκρεμίζονται, χτίζονται πολυώροφα, μαγαζιά κλείνουν κι άλλα ανοίγουν στη θέση τους ή μένουν οι τζαμαρίες κι από πίσω ό,τι περίσσεψε από κάτι που κάποτε ήταν ζωντανό. Δέντρα κόπηκαν, άλλα φυτεύτηκαν, άλλα αρρώστησαν κι άλλα άνθισαν όσο ποτέ. Ένα παγκάκι σάπισε κι έσπασε, μια παιδική χαρά ανακαινίστηκε, ένα στενό μονοδρομήθηκε. Όχι το δικό μας. Το δικό μας αποδείχθηκε αδιέξοδο.

Στα σημεία, όμως, η γειτονιά μας θυμίζει βασανιστικά αυτό που είχαμε, αυτό που ήμασταν. Ζει ακόμη εκείνη η γιαγιά που τηγάνιζε πατάτες σε φρέσκο ελαιόλαδο και μας έπαιρνε τη μύτη κάθε φορά που περνούσαμε έξω απ’ το παράθυρό της. Εκείνη η αντίκα παραμένει παρκαρισμένη κι ακούνητη στην αναμονή εκείνης της βόλτας που μου είχες υποσχεθεί πως κάποτε θα κάναμε. Κι εκείνο το ρετιρέ, που ονειρευόμασταν να γίνει κάποτε δικό μας, παραμένει ξενοίκιαστο και κλειδαμπαρωμένο.

Στο καφενείο αργοπίνουν ελληνικό καφέ εκείνοι οι παππούδες, που όταν περνούσαμε με τα χαμογελά μας και τα φιλιά μας, φώναζαν όλο χαρά και μελαγχολία εκείνα τα «αχ εγώ στα νιάτα μου…» αφήνοντας τη συνέχεια να πλανιέται σαν πονηρό, κρυφό μυστικό που δεν είχαν δικαίωμα να ξεστομίσουν. Και πιο πέρα κάποιος έχει ζωγραφίσει σε έναν τοίχο κι από κάτω ξεχωρίζουν ακόμη δυο αρχικά σαν τα δικά μας με ένα «συν» ανάμεσά τους. Αλλά εμείς ήμασταν πολύ καλοί για να μείνουμε στις προσθέσεις. Πήγαμε κατευθείαν στις διαιρέσεις και τα χωρίσαμε όλα δια δύο. Και πήρε ο καθένας τα δικά του κι άντε γεια.

Το γιασεμί που πάντα χαζεύαμε ανθίζει ακόμα πάνω από εκείνη την αυλόπορτα και σε εκείνη την είσοδο πολυκατοικίας που κάποτε κρυφτήκαμε για μερικά αλλιώτικα φιλιά και μερικά ολόζεστα αγγίγματα, τώρα σωρεία λογαριασμών παραμένουν ανεξόφλητοι. Και στη γωνία, στην άκρη του πεζοδρομίου που είχαμε σταθεί για να καλύψουμε τη διαφορά ύψους και να κοιταχτούμε στα μάτια, μια γάτα τώρα ζητιανεύει χάδια απ’ τους περαστικούς.

Πιο κάτω εκείνο το στενό που μας βρήκε πιο τσακωμένους από ποτέ λίγο πριν αποχωριστούμε με μια καληνύχτα που είχε θυμό κι εγωισμό. Και πιο πέρα αυτό το κουδούνι που χτυπήσαμε κάτι ξημερώματα μεθυσμένοι, για να διακόψουμε εκείνους που ακουγόταν πως έκαναν αυτό που τόσο ποθούσαμε να κάνουμε εμείς. Ένα πεταμένο και χιλιοπατημένο εισιτήριο παρακάτω. Λες να ήταν κανένα από αυτά που μας έφερναν κοντά; Μπα. Τα δικά μας θα τα έχει ξεπλύνει τώρα η βροχή. Η ίδια βροχή που ξέπλυνε τα τελευταία μας κοινά βήματα.

Μια μελαγχολία, μια ανάγκη, ένα «γιατί;». Όλα τους ανάκατα, λες και δεν τα βάλαμε ποτέ σε τάξη τελικά. Γιατί η γειτονιά δίνει ζωή, δίνει σκηνή σε μια παράσταση που καιρό τώρα είχε ξεμείνει απ’ στασίδι. Κι οι θεατρίνοι, χωρίς πρόβα, μπαίνουν στο ρόλο τους με το πρώτο βλέμμα. Μα τι λέω; Δεν είναι πια ντουέτο. Τώρα η παράσταση είναι ένας νοσταλγικός μονόλογος που αναζητά –μάταια– επιστροφές και γυρισμούς.

Ήμασταν, ήταν δυο ερωτευμένοι περαστικοί. Όχι περαστικοί στη γειτονιά, περαστικοί στον έρωτα. Είδαν, ζήσαν, φύγαν. Μα άφησαν κάτι. Άφησαν ανάμνηση. Και μυρίζει πολυκαιρισμένη ναφθαλίνη. Γιατί ο ένας ή κι οι δυο προσπαθούν μέρες, μήνες ή και χρόνια τώρα να την προστατεύσουν απ’ το σκόρο που λέγεται λήθη. Μη φοβάσαι. Η γειτονιά πάντα θα θυμίζει και θα θυμάται.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη