Δεν ξέρουμε αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το φετινό καλοκαίρι ως αναπάντεχο. Όλα μας τα φοιτητικά καλοκαίρια είχαν ανέκαθεν κάτι το αναπάντεχο, κάτι το απρόσμενο, που μας άλλαζε όλα τα σχέδιά μας και πάνω απ’ όλα μας ανέτρεπε την πεποίθηση πως η εξεταστική του Σεπτέμβρη θα ήταν για μία φορά επιτυχής.

Μετά το τέλος του Ιούνη ήμασταν και φέτος –όπως και πάντα– αποφασισμένοι. Έχοντας έντονη την αίσθηση των επερχόμενων ανεπιτυχών αποτελεσμάτων για την καλοκαιρινή εξεταστική που πέρασε και δεν ακούμπησε, ομολογήσαμε σε εμάς ή και σε τρίτους –τόσο ξεδιάντροποι ήμασταν πια– ότι το καλοκαίρι θα στρωθούμε και θα διαβάσουμε.

Τις πετσέτες μας στην παραλία πάντως σίγουρα τις στρώσαμε. Και τα βιβλία, ένα σε κάθε γωνία, τις κράτησαν σταθερές απ’ το καλοκαιρινό αεράκι. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, κουβαλήσαμε όλους τους τόμους μαζί μας όπου κι αν πήγαμε. Απλά δεν μπόρεσαν –και γι’ αυτό δεν ευθυνόμαστε απόλυτα εμείς– να ανταγωνιστούν επάξια όλες τις άλλες επιλογές μας. Άλλωστε το καλοκαίρι ήταν μεγάλο. Είχαμε χρόνο. Άλλα είχαμε και βόλτες και μπάνια και διακοπές και ραντεβού κι έρωτες και ποτά και ηλιοθεραπείες και πανηγύρια. Είχαμε και διάβασμα. Αλλά δεν είχαμε μυαλό. Βασικό.

Εμείς δεν είμαστε απ’ αυτούς που το Σεπτέμβρη μαζεύουν τα σπασμένα όλης της χρονιάς. Μάλλον είμαστε απ’ αυτούς που το Σεπτέμβρη όπως-όπως μαζεύουν τα σπασμένα του καλοκαιριού. Τα παραστρατήματα, τις μεθυσμένες επιλογές, τα ατελείωτα ξενύχτια, τα νεοαποκτηθέντα κιλάκια που είναι πάντα τόσο περιττά όσο και τα βιβλία που έπιασαν χώρο στις βαλίτσες μας.

Κάποια βαρετά μεσημέρια, όταν απολαμβάναμε τη σιέστα στην αυλή, στην κρεβατοκάμαρα, στην παραλία ή στο μπαλκόνι, με κλιματιστικό στο φουλ ή ντάλα ήλιο, γυρίσαμε το εξώφυλλο και χαζέψαμε την ύλη. Σίγουρα μας φάνηκε πολλή. Οπωσδήποτε πολύ περισσότερη από ό,τι αντέχαμε να διαχειριστούμε. Στη σκέψη πόσες φορές δώσαμε το συγκεκριμένο μάθημα στο παρελθόν και πόσο άδικα –κατ’ εμάς– κοπήκαμε ξανά και ξανά, ο κόπος μας έμοιαζε μάταιος κι ο ωραιότατος καλοκαιρινός ελεύθερος χρόνος μας πολύ άσκοπα ξοδεμένος.

Τα ρίξαμε, λοιπόν, στην τύχη ή στη μέθοδο ανεμιστήρα κι αποφασίσαμε να πιάσουμε καλύτερα κανένα άλλο μάθημα, απ’ αυτά στα οποία –με αυτογνωσία– κοπήκαμε από δική μας γκάφα ή οξεία τεμπελίτιδα. Λίγο που ο αέρας μας γύριζε τις σελίδες, λίγο που ο ήλιος αντανακλούσε εκνευριστικά πάνω στις λευκές σελίδες, λίγο που η νύστα έρχεται τόσο γλυκά τα καλοκαιρινά μεσημέρια, τα βιβλία βρέθηκαν προσγειωμένα στην άμμο, στα πατώματα και στις ξαπλώστρες να απολαμβάνουν μαζί μας τις διακοπές.

Η άφιξη του Σεπτέμβρη έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Η ώρα της κρίσης πλησιάζει επικίνδυνα κι εμείς είμαστε ακόμη με το ένα πόδι βυθισμένο στη ζεστή άμμο που αρχίζει να μοιάζει με κινούμενη, έτοιμη και πάλι να μας καταπιεί. Και ποιος θα μας πιστέψει, δηλαδή, όταν του πούμε πως δεν μπορέσαμε να δώσουμε το μάθημα γιατί μας ρουφούσε η άμμος; Αχ και να ’ξεραν πόση δόση αλήθειας έχει αυτό το κατά τα άλλα σχεδόν αδύνατο σενάριο!

Θα διαβάζουμε όλο το τελευταίο βράδυ και το πρωί θα περιφερόμαστε σαν ζόμπι στην αίθουσα; Θα κάνουμε σμικρύνσεις, χειροποίητα σκονάκια κι άλλα τέτοια μαγικά μήπως και γλυτώσουμε την κρεμάλα; Θα καθίσουμε δίπλα στον καλύτερο φοιτητή της χρονιάς μας ελπίζοντας να κάνει μεγάλα κι ευανάγνωστα γράμματα μήπως και ξεκλέψουμε καμιά απάντηση; Ή θα κλείσουμε απλά το ξυπνητήρι και θα συνεχίσουμε ανενόχλητοι τον ύπνο μας αντί να τρέχουμε τσάμπα στη σχόλη φεύγοντας τόσο άπραγοι όσο πήγαμε και τόσο «κομμένοι» όσο πριν;

Να βλέπουμε τη θετική πλευρά της ζωής. Δε διαβάσαμε γιατί περάσαμε τέλεια. Δε διαβάσαμε, γιατί περνώντας τέλεια φορτίσαμε καλά τις μπαταρίες μας ώστε να βάλουμε τα δυνατά μας τον επερχόμενο χειμώνα και να φωνάξουμε κι εμείς επιτέλους με καμάρι «Μάνα, ράψου. Παίρνω πτυχίο!»

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη