Τι συμβαίνει; Μια πράσινη φωτεινή μπίλια ξενυχτά τις σκέψεις και περιπαίζει τις ανησυχίες. Η δύναμη της αμεσότητας που στέκει μόνο μερικά κουμπιά μακριά κι η αδυναμία της αποφασιστικότητας που στέκει πάντα εμπόδιο. Τι περιμένεις; Να ξεμείνεις από ίντερνετ και να ξεμείνεις με δικαιολογίες;

Θες να πεις τόσα, αλλά έχασες τη φωνή σου. Ξοδεύτηκε σε λόγια που δεν άκουσε κανείς και σίγουρα όχι εκείνος που έπρεπε. Είπες, είπες, είπες, μέχρι που κάθισες τελικά σε μια άκρη και καιρό τώρα φέρνεις βόλτα πάνω-κάτω την οθόνη του κινητού σου, προσπερνώντας μηχανικά άγνωστα άτομα κι αδιάφορες αναρτήσεις. Με μια εξαίρεση μονάχα, έτσι δεν είναι;

Υπάρχει ένας άνθρωπος που δε σου είναι τόσο άγνωστος και σίγουρα όχι και τόσο αδιάφορος. Μην το αρνηθείς. Έχεις κολλήσει πόσες φορές το δάχτυλό σου στην οθόνη κι έχεις μείνει να χαζεύεις. Τι είναι για σένα αυτός ο άνθρωπος; Ή, τέλος πάντων, τι θα ‘θελες να σου είναι; Τι έχει που δεν έχουν όλοι οι άλλοι; Γιατί όλοι ζουν στο κινητό σου, μα μόνο εκείνος στο μυαλό σου;

Έχεις ανοίξει τη συνομιλία σου μαζί του, αλλά δεν έχεις γράψει ούτε λέξη. Ή ίσως και να ‘χεις γράψει μία ή πολλές, αλλά ποτέ δεν έφτασαν σε εκείνον. Σβήστηκαν όπως-όπως μην και προδώσουν την αλήθεια σου. Είστε ακόμα σε εκείνη την παύση της πρώτης συνάντησης, σαν να κοιτάζεστε στα μάτια και να μην ξέρετε από πού να αρχίσετε, γιατί όλα μεταξύ σας άρχισαν πριν καλά-καλά εσείς προλάβετε να το συνειδητοποιήσετε.

Εσύ πάντα «ενεργός τώρα» και πάντα άπραγος. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ντροπή της παραδοχής και στον εγωισμό της υποχώρησης. Διστακτικός μπροστά στο φόβο της μη ανταπόκρισης και τόσο, μα τόσο, παρασυρμένος απ’ τη μία έστω πιθανότητα να σε θέλει το ίδιο πολύ.

Τι συμβαίνει; Δε σε καλύπτει το «Γεια. Τι κάνεις;» και σου είναι πάρα πολύ το «Θέλω να σε δω»; Στο πρώτο κινδυνεύεις να περνά καλά κάπου αλλού, με κάποιον άλλο και στο δεύτερο κινδυνεύεις να μην περάσεις εσύ καλά απόψε, αν στο αρνηθεί. Αλλά έλα και πες μου εσύ ποια ενδιάμεση πρόταση θα ήταν αρκετή. Αφού ό,τι κι αν κάνει, θες να το κάνει μαζί σου κι όπου κι αν είναι, θες να είναι εκεί.

Καθόλου αντιπροσωπευτικές αυτές οι πράσινες κουκκίδες. Τάχα μου, υποδεικνύουν ανθρώπους ενεργούς, μα κρύβουν τελικά τόσο καλά ανθρώπους που αδρανούν. Κρύβουν κι εσένα, που χάνεις ύπνο, χάνεις χρόνο, χάνεις εκείνον. Σε εκείνη τη φωτογραφία που χαμογελάει στο προφίλ του, σκέφτηκες πόσο ωραία θα ήταν να χαμογελάει για σένα. Και σε εκείνο το τραγούδι που ανέβασε τελευταία, άκουσες λόγια που θα ‘θελες να είχαν γραφτεί και τραγουδηθεί για εσάς.

Τον βλέπεις κι εκείνον ενεργό άπειρες φορές μες στη μέρα. Και σκέφτεσαι ότι θα ‘ναι μάλλον απασχολημένος με κάτι ή κάποιον. Φαντάζεσαι ότι θα συνομιλούν, θα μοιράζονται τη μέρα τους, θα κάνουν σχέδια. Αλλά, πες μου κι αυτό, φαντάζεσαι πόσα μπορεί να μη λέει; Φαντάζεσαι ότι μπορεί απλά να σκοτώνει την ώρα του στο τίποτα, ενώ θα ‘θελε πολύ να απαντούσε στα μηνύματα που δεν έκανες ποτέ το βήμα να του στείλεις;

Τι υπονοεί εκείνος που δε λέει τίποτα; Κι αν απλά μπαίνει για να δει αν έχει μήνυμά σου; Μεγάλωσες, νομίζω, για να περιμένεις απ’ τους άλλους αυτά που πια φτάνεις και μόνος σου. Στείλε επιτέλους!

Πράσινα φωτάκια, κόκκινα φωτάκια. Άλλα υποδηλώνουν απολαύσεις κι άλλα επικαλύπτουν μοναξιές. Άλλα δείχνουν πορεία κι άλλα επιβάλλουν στάση, αλλά κανείς δεν ξέρει τελικά αν εκείνος που πορεύεται φεύγει απ’ το πουθενά και γυρνά στο τίποτα, ενώ εκείνος που σταματά έχει για συνοδηγό ό,τι χρειάζεται. Μην κρίνεις, λοιπόν, τους άλλους απ’ τις ενδείξεις.  Γύρεψε αληθινές, ζωντανές, στιγμές!

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη