Μιλώ για σένα. Για σένα που σταμάτησες το χρόνο. Για σένα που μου ‘κοψες την ανάσα. Για σένα που ανέτρεψες τις βολικές μου θεωρίες. Για σένα  που ήρθες για να μείνεις στο υπαρκτό «τώρα», στο επιθυμητό «αύριο», στο ονειρικό «για πάντα». Μιλώ για σένα που είσαι για μένα. Κι αυτό το ξέραμε κι οι δυο από τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε τυχαία ή όχι και τόσο τυχαία, αλλά σίγουρα πολύ τυχερά, μια στιγμή που ποτέ δε θα ξεχάσω.

Ήσουν εκεί. Δε με κοιτούσες. Δεν μπορούσα να ξέρω αν με είχες δει νωρίτερα, αλλά δε με ένοιαζε. Μου αρκούσε που έτσι είχα την ευκαιρία να σε κοιτάζω εγώ και να παρατηρώ κάθε σου κίνηση. Θυμάμαι ακόμη εκείνη την ανατριχίλα που διαπέρασε το κορμί μου όταν τα μάτια μου διέκριναν τη φιγούρα σου. Τόσο γνώριμη φιγούρα και συνάμα τόσο ανεξερεύνητη για μένα. Τόσο απόμακρη αλλά και τόσο ποθητή. Μπορούσα να δω μόνο την άκρη απ’ το χαμόγελό σου, αλλά ένιωθα ήδη να φωτίζεις όλο τον κόσμο μου.

Είχες κάτι, κάτι που τότε δεν μπορούσα να ξέρω, κάτι που τώρα πια φυσικά και ξέρω, αλλά που ακόμα δεν μπορώ να περιγράψω. Γιατί για σένα, μάτια μου, οι λέξεις δεν αρκούν. Γιατί για σένα οι λέξεις δεν αρκούσαν από τότε, αφού δεν έβρισκα ούτε μία για να σου πιάσω κουβέντα. Έμενα να σε κοιτάζω απ’ τη θέση μου, στρέφοντας το βλέμμα αλλού κάθε φορά που έκανες πως γυρίζεις προς τη μεριά μου.

Τα ‘χασα. Ποια αυτοπεποίθηση, ποια άνεση, ποια ετοιμολογία; Οι παλμοί μου ήταν τόσο αλλόκοτοι και τόσο γρήγοροι κι ο ενθουσιασμός μου πλημμύριζε τη λογική μου κι αδυνατούσα να σκεφτώ έναν τρόπο να σε πλησιάσω. Συνέχισα να σε κοιτάζω. Πού και πού από κακό ή καλό –τελικά- συγχρονισμό τα βλέμματά μας άρχισαν να συναντιούνται αμήχανα κάθε φορά που εσύ γύριζες και χάζευες το χώρο κι εγώ γύριζα και χάζευα εσένα.

Ήθελα τόσο να μάθω αν όταν εγώ κοίταζα αλλού εσύ κοίταζες εμένα. Άραγε είχες νιώσει το ίδιο ρίγος; Είχες αισθανθεί κι εσύ έναν παράξενο πόνο στο στομάχι; Είχες σκαρώσει με το μυαλό σου χίλιους τρόπους για να έρθεις κοντά μου, αλλά φοβόσουν πως στην πρώτη σου κουβέντα θα τραυλίσεις, θα χάσεις τα λόγια σου, θα κομπιάσεις και θα ντραπείς; Είχες αναρωτηθεί μήπως το βράδυ γυρίζω σε κάποια άλλη αγκαλιά που τόσο θα ‘θελες να ‘ναι η δική σου; Είχες ήδη φτιάξει εικόνες με εμάς τους δύο αλλά ένιωθες τα λεπτά να τρέχουν και να περνούν τόσο γρήγορα κι αγχωνόσουν πως ίσως έφευγα σε λίγο και μετά δε με ξανάβλεπες ποτέ;

Και πράγματι. Τα λεπτά πέρασαν. Ξοδεύτηκαν σε ατσούμπαλα βλέμματα και ζωηρές φαντασιώσεις. Κι έπρεπε να φύγω. Οι αδυναμίες είχαν και πάλι κερδίσει το στοίχημα με μένα. Αλλά εγώ δεν είχα χάσει το στοίχημα με τη μοίρα. Όχι αυτή τη φορά. Ξεκίνησα να περπατάω προς τη μεριά σου. Από εκεί ήταν η έξοδος. Πέρασα δίπλα σου με το κεφάλι σκυφτό, το αίμα παγωμένο και τις παλάμες μου γεμάτες κρύο ιδρώτα. Προσποιήθηκα πως δεν ήσουν εκεί, πως δε σε είχα προσέξει, έκανα πως τάχα βιαζόμουν κι έφυγα.

Μιλώ για σένα. Για σένα που βρήκες τη δύναμη να κάνεις αυτό που εγώ φοβήθηκα. Για σένα που έγινες η χαρά που εγώ προσπέρασα, γιατί δεν ήξερα πώς να τη διεκδικήσω. Για σένα που δε μ’ άφησες να φύγω έτσι απλά.  Για σένα που τότε είχες καταλάβει αυτό που το σκυμμένο μου κεφάλι δεν μπόρεσε να κρύψει.

Σε ερωτεύτηκα απ’ όταν έκανα πως δε σε είδα. Από τότε που το προαίσθημα μάντεψε αυτό που τώρα η ζωή επιβεβαιώνει. Ήθελα τα χέρια σου να ακουμπούν εμένα, τα ρούχα σου να ποτίσουν απ’ τ’ άρωμά μου, τα μάτια σου να αφεθούν στα δικά μου και το χαμόγελό σου να σχηματίζεται για μένα και μόνο.

Κι έτσι έγινε. Τι κι αν τα λεπτά έτρεξαν και πέρασαν; Τι κι αν κόμπιασες και κόμπιασα στις πρώτες μας κουβέντες; Τι κι αν η πρώτη σου ατάκα δεν ήταν τόσο καλοφτιαγμένη κι η δική μου κοφτή κι αμήχανη; Μιλώ για εμάς. Για τις αδυναμίες μας ξεχωριστά που μας έκαναν τόσο δυνατούς στο μαζί. Το ξέρεις, μάτια μου. Δε θα άλλαζα ποτέ τίποτα. Και πάνω απ’ όλα δε θα άλλαζα ποτέ εσένα.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή