«Όχι πια». Δες πώς δυο λέξεις μπορούν να χαρακτηρίσουν μια ολόκληρη ζωή. Πώς δυο λέξεις, που κάποτε ήταν «σ’ αγαπώ», σκόνταψαν στο παρελθόν και δε σηκώθηκαν ποτέ τους. Δυο λέξεις όλες κι όλες, με μπόλικη άρνηση κι άλλο τόσο τελειωμό.

Μα με ρώτησαν, αν σε ξέρω. Λανθασμένη χρήση χρόνου. Στον Ενεστώτα ξέρω πως δε θέλω να σε ξέρω. Κι αμφιβάλλω και τι ήξερα από σένα τελικά. Είχα την αληθινή σου εικόνα ή αυτή που βολικά είχα πλάσει με το μυαλό μου, γιατί μ’ αυτή είχα ανάγκη να ζήσω; Είχα εσένα ή μια φθηνή μα ολότελα πετυχημένη προσποίησή σου, γιατί με αυτήν είχες ανάγκη να ζήσεις εσύ;

Θα μείνω πάντα μ’ αυτήν την απορία, κάθε φορά που το μυαλό μου τρέχει σε σένα, αλλά δε θα μείνω για πάντα να διατηρώ την πεποίθηση ότι ήσουν κάτι άλλο. Ήσουν αυτό που ξεπουλήθηκε για λίγα, για πολύ λίγα σ’ ένα παζάρι με τη μοίρα.

Ήσουν εκείνος ο άνθρωπος που ξεδίπλωνε μπροστά στα μάτια μου έναν ολόκληρο κόσμο, θυμάσαι; Έναν κόσμο που έμπασε νερά και τώρα βρομοκοπάει μούχλα κι υγρασία. Ήσουν εκείνος ο άνθρωπος που έκανε όνειρα μαζί μου, θυμάσαι; Όνειρα που ξεχάστηκαν για καιρό στον ήλιο και ξεθώριασαν σαν να μην ήταν ποτέ τους χρωματιστά. Ήσουν εκείνος ο άνθρωπος που ήξερε τι ήθελε, κι ήθελε εμένα, θυμάσαι; Εμένα που με ξεφορτώθηκε σαν ανέκαθεν να περίσσευα απ’ όσα είχε στο μυαλό του.

Εγώ ήξερα εκείνον που έλεγε αλήθεια. Σκέτη, ατόφια, ωμή. Ήξερα εκείνον που με ζάρια έπαιζε τα παιχνίδια και με κανόνες τη ζωή. Ήξερα εκείνον που στο καλό έβλεπε πάντα το καλύτερο και το κυνηγούσε σαν τρελός. Ήξερα εκείνον που δεν ευτέλιζε την έννοια «αγάπη» στο βωμό μιας ανικανοποίητης σεξουαλικής ορμής ή μιας χαμηλά ριγμένης αυτοεκτίμησης.

Και τι έγινες; Έγινες εκείνος που το μόνο που ξέρει από σκέτο, ατόφιο και ωμό είναι το θράσος. Έγινες εκείνος που στο ψέμα βόλεψε, όσα άφηνε εκτεθειμένα η αλήθεια. Μπόλικες ανασφάλειες κι άλλες τόσες αδυναμίες. Έγινες εκείνος που τζογάρισε τον εαυτό του, όταν μάλλον δεν πίστευε πια πως είχε τίποτα καλύτερο να δώσει. Έγινες εκείνος που με αντάλλαγμα την αγάπη εξαγόρασε κορμιά που έτσι κι αλλιώς θα του δίνονταν για μερικά φούμαρα. Αλλά βλέπεις, είχες μάλλον ανάγκη ν’ απομυθοποιήσεις όσα σε ανάγκαζαν να είσαι σωστός. Ηθικές αξίες που σε δέσμευαν μ’ όλα, όσα δεν ήθελες, και μαζί μ’ αυτά και με εμένα.

Ε, λοιπόν, όχι. Δε θα πω ότι σε ξέρω επειδή τριγυρνάς στο ίδιο σώμα κι επειδή σε φωνάζουν ακόμη με το όνομά σου. Άλλωστε, εγώ κι όλοι αυτοί στα μάτια σου βλέπουμε δυο παντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Τι νόημα έχει να τους μιλήσω για σένα; Ποτέ δε θα καταλάβουν τι ήσουν εσύ για μένα. Κι ίσως στο κόμπιασμα της φωνής μου και σε εκείνον τον αποπνικτικό θυμό να υποθέσουν τι υπήρξα εγώ για σένα, κι αυτό δεν το θέλω.

Ας τους αφήσω με το «όχι πια» να νομίζουν πως κάποτε ήμασταν δυο γνωστοί που δεν έγιναν ποτέ τίποτα παραπάνω. Ας τους αφήσω να θεωρούν πως από σένα έχω κρατήσει το άκουσμα του ονόματός σου και πως φθίνει κι αυτό με τον καιρό.

Δεν ξέρω, αν σου κρατάω κακία. Μάλλον σου κρατάω πολλά περισσότερα από κακία, κι αυτό είναι που μου σακατεύει το μυαλό κι ό,τι έχει απομείνει απ’ τον εγωισμό μου. Κρατάω λόγια που δεν ξεστόμισα, για να μην πέσω τάχα στο επίπεδό σου. Να το βράσω το επίπεδο. Πιο πάτο δεν έπιασα ποτέ μου, έτσι κι αλλιώς. Κρατάω μπόλικη κατάντια, που μου φόρτωσες ή που φορτώθηκα όταν έχασα εμένα για να βρω εσένα. Κρατάω ντροπή που υπήρξα κι εγώ για σένα η χειρότερη εκδοχή του εαυτού μου.

Δεν σε ξέρω πια, όχι γιατί διαγράφω το παρελθόν μου ή γιατί δεν αναγνωρίζω τα λάθη μου, αλλά γιατί σ’ αυτό το κουφάρι που εσύ κουβαλάς, εγώ δε βρίσκω ούτε μια στάλα απ’ τον άνθρωπο που δεν ήθελα να χάσω. Άλλωστε, αυτόν τον άνθρωπο διάλεξες εσύ να τον αφήσεις να χαθεί. Εγώ με ποιο δικαίωμα να τον κρατάω ακόμη ζωντανό;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου