Λάθος, μετάνοια, συγχώρεση κι όλα σαν να μην έγιναν ποτέ, κι όλα σαν να αρχίζουν ξανά απ’ την αρχή με τον ίδιο ενθουσιασμό, τον ίδιο αυθορμητισμό, τον ίδιο ερωτισμό. Αυτό θέλουμε, αυτό χρειαζόμαστε, αυτό ήρθαν κι οι άλλοι να διεκδικήσουν μα ό,τι γράφει άραγε ξεγράφει; Κι αυτός που ένιωσε άραγε ξενιώθει;

Λέτε αν μπορούσαμε να μη θέλαμε να ξεχάσουμε; Χάσαμε εκείνους, χάσαμε τον εαυτό μας κι αν γινόταν θα παίζαμε και τα ρέστα μας για τα πρώτα μας χαμόγελα, αυτά που εκείνοι σκοτείνιασαν, για τα πρώτα τους απαλά χάδια, αυτά που εκείνοι αγρίεψαν, για τα πρώτα μας κοινά όνειρα, αυτά που εκείνοι έκαναν εφιάλτες.

Μα αυτοί ήρθαν τώρα να μας ζητήσουν να παίξουμε τα ρέστα μας  για δεύτερα μισοπικραμένα χαμόγελα, για δεύτερα διστακτικά χάδια, για δεύτερα πολυκαιρισμένα και θολωμένα όνειρα. Κι εμείς μετράμε τις πιθανότητες πριν παίξουμε, κοιτώντας μία εκείνους και μια τα λίγα κέρματα στη χούφτα μας. Χαμογελάσαμε και τότε και μας το στέρησαν μια μέρα, μας χάιδεψαν και τότε κι αποτραβήχτηκαν σε μια στιγμή, ονειρευτήκαμε τότε και μας προσγείωσαν απότομα.

Πιστέψαμε σε φιλίες, αγάπες κι αδιάσπαστους δεσμούς κι έμειναν μόνο έχθρες, μίση κι οι αλυσίδες αποδείχθηκαν κλωστές. Ποιος μας βεβαιώνει τώρα πως δε θα γίνει πάλι έτσι, πως δε θα ξεμείνουμε χωρίς καθόλου μάρκες επειδή παίξαμε τις τελευταίες μας στο ίδιο καλοστημένο παιχνίδι;

Ναι, ξέρω. Εκείνοι μας βεβαιώνουν. Γιατί ξέρουν το μέσα τους, γιατί ξέρουν πόσο τους λείψαμε, γιατί ξέρουν πως γύρισαν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να γίνουμε ξανά αυτό που ήμασταν κάποτε. Και τους  ακούμε. Και τη μια παρασυρόμαστε στα αναλγητικά τους λόγια, στις ανακουφιστικές τους υποσχέσεις και την άλλη γυρίζουμε φοβισμένοι στο μπερδεμένο μας μυαλό και σε εκείνες τις άσχημες αναμνήσεις που μας άφησαν φεύγοντας τότε.

Τα θέλουν όλα και τα θέλουν τώρα. Γιατί τους έλειψαν, γιατί δε θέλουν να χάσουν ούτε ένα λεπτό ακόμη μακριά μας –θεωρούν πως ήδη σπατάλησαν πολλά– γιατί φοβούνται μήπως άργησαν πολύ και θέλουν να σιγουρευτούν για το αντίθετο. Ήρθαν με ορμή να βουτήξουν σε μια αγκαλιά που είναι μισόκλειστη, ήρθαν με ενθουσιασμό να αγγίξουν μια καρδιά που είναι μισοάδεια.

Τους έχουμε συγχωρήσει. Κατανόηση, εγωισμός κι ανωτερότητα πάλεψαν με εκείνα τα αναπάντητα «γιατί» κι εκείνα τα αόριστα «αν όλα ήταν αλλιώς» μιας εκδοχής που δε θα ζήσουμε ποτέ και τελικά δεν τους κρατάμε κακία. Ό,τι έγινε, έγινε άλλωστε. Δε μας νοιάζει ποιος φταίει -γιατί όσες ευθύνες κι αν αποδώσουμε σε μας ή σε ‘κείνους, το αποτέλεσμα δε θα είναι το ίδιο; Θα σταματήσουμε να νιώθουμε απογοητευμένοι, χαμένοι κι ίσως σε κάποιο βαθμό ξενερωμένοι; Μας ανάγκασαν να αλλάξουμε γνώμη και στάση, να αναθεωρήσουμε,  να θυμώσουμε με τον εαυτό μας, να ψάξουμε να βρούμε τι κάναμε λάθος και τους επιτρέψαμε να μας πληγώσουν, τι κάναμε λάθος και μας επιτρέψαμε να τους εμπιστευτούμε.

Με εκείνους δεν έχουμε τίποτα. Τίποτα εκτός από εκείνη την παράξενη γεύση στο στόμα κάθε φορά που τους σκεφτόμαστε ή μιλάμε γι’ αυτούς. Γιατί δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κι αυτό βασανίζει πρώτα εμάς. Κι όσο ίδιοι ή καλύτεροι είναι εκείνοι, εμείς δε θα ξαναείμαστε μαζί τους ο εαυτός μας -τουλάχιστον όχι εύκολα-, γιατί όταν τολμήσαμε να αφεθούμε χωρίς δεύτερες σκέψεις, μακριά από πλάνα διαφυγής και καχυποψία, μας ανάγκασαν να το μετανιώσουμε.

Όλη η μαγεία του άλλοτε αυθορμητισμού μας, αυτόν που τελικά χαρακτηρίσαμε απερισκεψία, δε θα γυρίσει ποτέ. Το πάθημα έγινε μάθημα, χτίστηκαν τείχη άμυνας και κάθε φορά που θα θέλουμε να δώσουμε άλλο λίγο, λίγο παραπάνω απ’ το μέτριο που αναγκαστήκαμε να περιοριστούμε, θα ξεπηδούν εκείνοι οι ανασταλτικοί παράγοντες και δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε τίποτα στο «πολύ».

Αν γυρίσουμε, θα τους αδικήσουμε. Γιατί όσο κι αν τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της δεύτερης ευκαιρίας, ό,τι κι αν κάνουν για να αποδείξουν πως την άξιζαν, στο μυαλό μας θα υπάρχει πάντα εκείνο το μελανό σημείο που συγχωρέσαμε, αλλά δεν ξεχάσαμε. Μαζί τους ήμασταν η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, ήμασταν αυτό που δεν μπορούμε να είμαστε στην υπόλοιπη ζωή μας: αυθεντικοί κι ανέμελοι. Το πρώτο μας το έβγαζαν και το δεύτερο το είχαμε ανάγκη. Τώρα το πρώτο μας το στέρησαν και το δεύτερο το φοβόμαστε. Κι έχουμε μείνει να απορούμε.

Μήπως τελικά μαζί με τον χρόνο που δε γυρνάει, δε γυρνούν και τα συναισθήματα; Ίσως και ναι, ίσως και όχι.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη