Σου έταξαν πολλά. Όχι, μη μένεις στο «πολλά». Μείνε στο «σου ‘ταξαν». Γιατί, ξέρεις, δεν έχει στ’ αλήθεια σημασία πόσα σου τάζουν, αλλά τι σου τάζουν. Τα απωθημένα εκείνου του μυαλού που κόλλησε σε όσα δεν έζησε, ξελογιάζονται εύκολα. Χρειάζονται μόνο μερικές πειστικές υποσχέσεις, ένα ζευγάρι παραπλανητικά μάτια και μια ιδέα για ένα μέλλον που φαντάζει ιδανικά λυτρωτικό.

Τάχθηκαν. Γιατί εκείνος που τα έταζε είχε ανάγκη να τα τάξει. Τα πίστευε; Ξεγελάστηκε στην παρόρμηση να υποσχεθεί όσα θα ήθελε να μπορούσε να δώσει; Ενθουσιάστηκε για μια στιγμή κι αφέθηκε στην ανάγκη για «πολύ», για «εδώ και τώρα», για «για πάντα»; Οι υποσχέσεις δε δίνονται απαραίτητα με δόλο. Πνίγονται καμιά φορά οι άνθρωποι στην επιθυμία τους να γίνουν αυτό που δεν ξέρουν πώς. Φοβούνται πως αν δεν τάξουν, δε θα είναι αρκετοί, γιατί στο σήμερα μετρούν τα ρέστα τους κι είναι λίγα, κι είναι κι οι ίδιοι λίγοι.

Τάχθηκαν. Γιατί εκείνος που του τα έταξαν είχε ανάγκη να του τάξουν. Χρειαζόταν από κάπου να πιαστεί. Ήθελε κι αυτός το κάτι παραπάνω. Είχε την προσμονή ότι αυτή τη φορά θα ήταν διαφορετικά. Δεν αντέχεται η απογοήτευση όταν γίνεται συνήθεια. Στις υποσχέσεις και στην πιθανότητα να βγουν αληθινές βρίσκει πάντα λίγη ελπίδα να ποντάρει.

Και τα λόγια έμειναν λόγια. Ξέμειναν σε μηνύματα που γράφτηκαν, στάλθηκαν, διαβάστηκαν, σε κουβέντες που ειπώθηκαν, ακούστηκαν, κατανοήθηκαν. Κάπου στην πράξη χάθηκε το εφικτό. Δεν είχαν, βλέπεις, τα κότσια να παλέψουν τελικά. Ίσως να μην είχαν και ποτέ την πρόθεση να το κάνουν.

Κι έλα τώρα να μιλήσουμε οι δυο μας. Εσύ, που τα έταξες κι εγώ που μου τάχθηκαν. Δεν τα βάλαμε ποτέ κάτω, τελικά. Εσύ απλά εξαφανίστηκες κι εγώ απλά ξέμεινα. Ναι, μη φοβάσαι τις ευθύνες. Είναι όλες δικές μου. Αλλά νιώθω να μου χρωστάς τη συζήτηση που απέφυγες τότε. Απ’ όλα τα χρωστούμενά σου που άφησες με φέσι, άσε με να ζητήσω μόνο αυτό. Μια κουβέντα χωρίς υποσχέσεις. Μια κουβέντα μόνο με αλήθειες.

Λοιπόν, για πες. Εσύ σε ποιους ανήκες τελικά; Σε αυτούς που είχαν ανάγκη να τάξουν για να φανούν αρκετοί ή σε αυτούς που έτσι ξεγελούν ξένες επιθυμίες; Ίσως να μην ξέρεις ούτε κι εσύ. Αμφιβάλλω αν αναρωτήθηκες ποτέ τι πήγε λάθος ή αν απλά έτρεξες να ξεφύγεις απ’ το μεταξύ μας σαν να μη συνέβη ποτέ, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ κι εμείς.

Και πες μου κι αυτό. Γιατί τα έταξες σε μένα; Μήπως σε έκανα να νομίζεις πως η ευτυχία μου κρεμόταν σε αυτά που δεν είχες τότε να μου δώσεις και σε ανάγκασα να μου τα τάξεις για το μέλλον; Μήπως ήμουν απλά ο εύκολος αγοραστής για την εικόνα που ήθελες να πουλήσεις; Να είσαι ειλικρινής. Με τον πόνο τα έχω βρει και δε με βασανίζει πια για την περίπτωσή σου.

Τώρα θα ρωτούσα κι αν αυτά που έταξες σε μένα, τα έδωσες τελικά αλλού, αλλά θα γελάσουν οι μοίρες ειρωνικά με τον εγωισμό μου και θα ‘χουν και δίκιο. Τι σημασία έχει αν άλλοι χάρηκαν αυτά που ήθελα εγώ; Η στέρηση μένει πάντα στέρηση. Ανακουφίζεται μεν με καθησυχαστικές εξομολογήσεις, αλλά δε λησμονά ευχαριστήσεις. Και δε λησμονά και φταίχτες.

Ένα ακόμα και τελειώνω. Σου τελειώσαμε; Αυτά που έταξες σε μένα τα είχες κάνει κι εσύ εικόνα; Σου έλειψαν αυτά που δε ζήσαμε τελικά; Έφυγες εύκολα απ’ την ιδέα της ζωής που δε μας πρόλαβε ή δεν προλάβαμε; Ήθελα απλά να ξέρω αν πληγώνεται το ίδιο εκείνος που τάζει με εκείνον που του τάζουν όταν όλα τελικά μένουν στις εκκρεμότητες. Ίσως αυτό να είναι πιο δίκαιο, και το δίκαιο, ξέρεις, καμιά φορά λυτρώνει.

Λοιπόν; Με εμάς τελικά τα λόγια δεν έμειναν καν λόγια.
Τα λόγια έμειναν μόνο σιωπές.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη