Παιδιά. Γνωρίζουν τη ζωή μέσα από έναν κόσμο ασφαλή, ζεστό και ρυθμικό. Στην κοιλιά της μαμάς, σε εκείνον τον χώρο που είναι ολόδικός τους, που τους ανήκει και με τον διαρκή ήχο μια καρδιάς που χτυπά αδιάκοπα και γαληνεύει την ψυχή τους. Αυτό μαθαίνουν και για αγάπη. Τη θαλπωρή ενός περιβάλλοντος που τα αγκαλιάζει και τη μόνιμη επαφή με τη μαμά. Αυτός είναι όλος κι όλος ο μικρόκοσμός τους.

Και γεννιούνται. Και μεγαλώνουν. Κι ο κόσμος είναι τόσο αλλιώτικος απ’ την πληροφορία που είχαν μέχρι τότε αποθηκεύσει στο μυαλουδάκι τους. Ο έξω κόσμος αναγκάζει τα παιδιά να αποκτήσουν χαρακτήρα, νόηση, λογική, να μπορέσουν να προσαρμοστούν και να εκφραστούν με τρόπο κατανοητό απ’ τους ανθρώπους που τα περιβάλλουν. Δεν είναι όλα τόσο ζεστά, η μαμά δεν είναι πάντα εκεί κι η γαλήνη δεν έρχεται τόσο εύκολα για εκείνα. Ψάχνουν κι αυτά τι τελικά τους ταιριάζει σε αυτόν τον κόσμο που κάθε μέρα αλλάζει.

Το ίδιο επιδιώκουν κι οι γονείς. Προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν ξαφνικά κλάματα, φωνές, εκρήξεις, τάσεις ανυπακοής, ζήλιες κι άλλες μορφές αντιδραστικότητας με σκοπό να κατανοήσουν τι είναι αυτό που πάει λάθος ή πού κάνουν λάθος. Μήπως τα κακομαθαίνουν; Απορούν. Μήπως τους δίνουν πολλά κι εκείνα απλώς το εκμεταλλεύονται ή το παίρνουν ως δεδομένο; Μήπως απ’ την υπερβολική τους δοτικότητα κι αγάπη δε φρόντισαν να επιβάλουν σωστά την τάξη;

Δεν υπάρχει υπερβολική αγάπη. Υπάρχει άφθονη αγάπη. Υπάρχει άνευ όρων αγάπη. Υπάρχει πηγαία, αυθεντική αγάπη απ’ τους γονείς προς τα παιδιά. Κι αυτή είναι η μόνη αγάπη που τα παιδιά αντιλαμβάνονται και που χρειάζονται. Δεν είναι η στέρηση ή η μετρίαση της αγάπης μέσο τιμωρίας κι επίπληξης των παιδιών. Κι ούτε η άπλετη αγάπη μπορεί ποτέ, στ’ αλήθεια, να τα βλάψει.

Αυτό που πράγματι μπορεί να βλάψει τα παιδιά είναι η εντύπωση πως η αγάπη είναι εξαγοράσιμο αγαθό, πως ένας απ’ τους τρόπους μας να καθοδηγούμε τους ανθρώπους είναι να τάζουμε αγάπη ή να περικόβουμε αγάπη.

Η αγάπη δεν είναι προϊόν συναλλαγής. Δε χρειάζονται καλοί βαθμοί, καλή διαγωγή, υπακοή ή εξαιρετικά ταλέντα, ώστε ένα παιδί να δικαιούται αγάπη. Δεν πρέπει να χρειάζεται κανένας ιδιαίτερος κόπος εκ μέρους των παιδιών, ώστε να παίρνουν απ’ τους γονείς τους αγάπη. Αντιθέτως, χρειάζονται την ασφάλεια μιας αγάπης που μένει ανεπηρέαστη κι αμείωτη από άλλους παράγοντες, για να νιώσουν την ασφάλεια να είναι ο εαυτός τους, να κάνουν λάθη και να μάθουν να τα διορθώνουν.

Τα παιδιά χρειάζονται ανοιχτές καρδιές και κλειστές αγκαλιές. Χρειάζονται γονείς που τα αποδέχονται γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που μπορούν να γίνουν και που είναι πάντα εκεί για να τα αγκαλιάσουν σφιχτά κάθε φορά που ο κόσμος εκεί έξω αποδεικνύεται λίγο ή πολύ αφιλόξενος γι’ αυτά.

Δεν κλαίνε γιατί δε θέλουν να γελάσουν. Δεν κλείνονται στο δωμάτιό τους γιατί δε θα ‘θελαν να βγουν έξω. Δεν αποκτούν αντιδραστική συμπεριφορά γιατί δεν τους αρέσει να ζουν ήρεμα. Απλά δεν ξέρουν άλλη γλώσσα για να πουν αυτά που σκέφτονται ή νιώθουν. Κι ίσως τελικά να μην υπάρχει ομορφότερη κι απλούστερη γλώσσα επικοινωνίας απ’ την αγάπη.

Γι’ αυτό ας μην κατηγορούμε την αγάπη ότι κακομαθαίνει τα παιδιά. Ας κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας για εκείνες τις φορές που δώσαμε την εντύπωση στα παιδιά πως αγαπιούνται λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τη συμπεριφορά τους. Ας κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας για όλα τα όρια που έπρεπε και δε βάλαμε, αλλά ας συνειδητοποιήσουμε πως τα μόνα όρια που περισσεύουν είναι τα όρια στην αγάπη.

Το «εμείς θα σ’ αγαπάμε ό,τι κι αν γίνει» των γονιών δε δίνει άλλοθι στα παιδιά να γίνουν η χειρότερη εκδοχή του εαυτού τους. Τους δίνει, αντιθέτως, το έναυσμα να ρισκάρουν να γίνουν η καλύτερη εκδοχή τους ξέροντας πως πολλά μπορεί να χάσουν, αλλά σίγουρα όχι το αγαθό που στηρίζει τον κόσμο όλο μέσα στα παιδικά τους μάτια· την αγάπη.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη