Χέρια. Παλάμες κι ακροδάχτυλα. Το τέλος του κορμιού κι η αρχή του εφικτού. Όλα όσα γίνονται κρύβουν εκεί τη δύναμή τους. Μία κίνηση, μία εντολή μυαλού κι όλα φτάνονται κι όλα αποκτώνται για λίγο ή για πολύ. Για όσο. Ένα άξαφνο ξύπνημα των αισθήσεων κι ύστερα μια επιθυμία για «κι άλλο» ή μια αηδία για «όχι άλλο».

Μα τα χέρια απασχολήθηκαν αλλιώτικα και κάπου σαν να έχασαν τον προορισμό τους. Κάπου κάποιος μετράει τα ρέστα του για να βγάλει το μήνα αγοράζοντας τα αναγκαία, ενώ άλλος για να βγάλει τα ρούχα του πληρώνοντας για αγοραία πάθη. Κάπου κάποιος γυροφέρνει ένα κομπολόι ξεφυσώντας αλκοόλ κι απελπισία, ενώ ένας άλλος στρίβει ακόμα ένα τσιγάρο με τα δάχτυλά του κιτρινισμένα κι ιδρωμένα.

Κάπου κάποιος δίνει το χέρι του σε μια χειραψία με την υποκρισία ή τη ματαιοδοξία κι ένας άλλος υπογράφει χαρτούρα γελασμένος στα μικρά γράμματα. Κάπου κάποιος στήνει τις μάρκες του σε ένα αγανακτισμένο τζογάρισμα και λίγο πιο ‘κει ένας άλλος ζαλίζεται αυτοϊκανοποιημένος σε μια καύλα μερικών λεπτών και μερικών επαναλήψεων.

Κάπου κάποιος με τον αντίχειρά του πηγαινοφέρνει κορμιά στην οθόνη του κινητού του κι ένας άλλος πληκτρολογεί μηνύματα κολακείας για να περάσει ένα ακόμα βαρετό Δευτερόβραδο. Κάπου κάποιος ρυθμίζει το ξυπνητήρι του και χάνει τον ύπνο του, ενώ ένας άλλος με ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι γυρεύει το ενδιαφέρον στην επανάληψη. Κάπου κάποιος έβαλε τα χέρια στις τσέπες και γυρίζει από εδώ κι από ‘κει χωρίς προορισμό, ενώ ένας άλλος χειροκροτεί τάχα μου ενθουσιασμένος δίνοντας τα εύσημα στο δήθεν.

Κι έτσι κάπως τα σώματα έμειναν αχάιδευτα. Ο χρόνος κι οι διαθέσεις δεν περίσσεψαν για να πάρουν κι αυτά λίγα απλά, αληθινά, δικά τους αγγίγματα. Τα μυαλά κουρδίστηκαν σε έναν φαύλο κύκλο κατανάλωσης κι ανάγκης και τα χέρια απλώνονται για να ικανοποιήσουν εξαρτήσεις. Μπέρδεψαν το «πολύ» με το «καλό» και τώρα δε χορταίνουν με τίποτα. Και τα χέρια τρέμουν από υπερκινητικότητα, κοκκινίζουν από πίεση, κοκαλώνουν από υπερκόπωση, χτυπούν από μανία. Δεν έχουν όρια γιατί δεν έχουν απάγκιο.

Τα σώματα έμειναν αχάιδευτα. Και πέφτουν για ύπνο με εκείνη την αχώνευτη παρουσία που λέγεται μοναξιά και δε γεμίζει το κρεβάτι. Κι όσα κι αν της προσάπτουν, ξέρουν καλά πως είναι πόρνη πολυτελείας που την πληρώνεις ακριβά κάθε φορά που είναι δική σου κι ύστερα κοιμάται με πολλούς, για να γυρίσει πάλι σε σένα. Χώνονται κάτω απ’ το μαξιλάρι, απλώνονται στα κρύα σεντόνια, κρέμονται έξω απ’ τα κρεβάτια. Πιάνονται, μουδιάζουν, αδρανούν.

Τα σώματα έμπλεξαν σε σχέσεις με αποστάσεις που δεν καλύπτονται στα χιλιόμετρα, σε σχέσεις με αντιστάσεις που δεν καλύπτονται στα ρίσκα. Έγιναν τρίτα πρόσωπα για λίγο καλό, απαγορευμένο, σεξ και λίγη ηθική ανύψωση. Έγιναν αόρατα πρόσωπα για λίγη αναπόφευκτη, συμβιβασμένη, συνήθεια και λίγη συγκαταβατική συμβίωση. Και περιφέρονται χωρίς έναν άνθρωπο για πάρτη τους.

Τα σώματα έμειναν αχάιδευτα κι αγρίεψαν. Αγρίμια σκληρόπετσα με αδιαπέραστες στρώσεις εγωκεντρισμού κι αναισθησίας. Κοροϊδεύουν αυτό που δεν μπορούν να έχουν κι εξαπατούν εκείνους που γυρεύουν ακόμα αγάπες κι έρωτες. Τόσο ανεξάρτητοι από καταπιεστικούς συντρόφους, τόσο εξαρτημένοι απ’ το εύκολο.

Περιφέρονται στους δρόμους μες στο πλήθος και κάπου πάνε ή κάπου γυρίζουν. Και μαντεύεται στο βλέμμα τους η έλλειψη. Φαίνεται το ανικανοποίητο της ψυχής θες-δε θες. Ψάχνει απεγνωσμένα να καλύψει την απόσταση που χωρίζει δυο κορμιά απ’ το άπλωμα του χεριού τους. Γιατί τόσο είναι το χάσμα μας τελικά.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη