Στα «Να προσέχεις τον εαυτό σου» και στα «Να κρατάς πάντα κάτι για σένα» συναντήσαμε τις πιο αδύναμες, ανεύθυνες κι ασταθείς πλευρές του εαυτού μας. Υποσχεθήκαμε στους άλλους και σε εμάς πως θα τα τηρήσουμε, γιατί αυτό μας αξίζει, αυτό θα μας κάνει ευτυχισμένους κι ήταν όλα καλά, μέχρι εκείνη τη μία στιγμή που η αξία κι η ευτυχία μας έγιναν άνθρωπος, απέκτησαν σώμα, πρόσωπο, χαμόγελο.

Όλη μας η ύπαρξη είχε πλέον όνομα, αυτό το όνομα που έτσι ξαφνικά έδωσε στις μέρες μας διάθεση και στις νύχτες μας όνειρα. Ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν με μια ακατάπαυστη υπερκινητικότητα κι ένα απροσδιόριστο χαμόγελο, που έκανε ακόμη κι εκείνους που δεν ήξεραν να μαντεύουν εύκολα. «Καψουρεύτηκες ε;» ήταν η ερώτηση που στην περίπτωσή μας, δε χρειαζόταν απάντηση.

Καψούρα, ναι! Είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία τα πάθη εκούσια παρασύρονται σε λάθη κι η καρδιά νικά αμάχως το μυαλό, έτσι για να σου υπενθυμίζει πως είσαι άνθρωπος και όχι καλοκουρδισμένη μηχανή. «Θέλω να σε θέλω» φώναζε το μέσα μας και κανένα «μη» και κανένα «όχι» δεν τόλμησε αντισταθεί, μάλλον γιατί πρώτη φορά γίναμε άξιοι υπερασπιστές των θελήσεών μας.

«Θέλω να σε θέλω και για όσο το θέλω, θα σε θέλω». Πολύπλοκο στη γραφή, αλλά τόσο ξεκάθαρο στην καρδιά. Αναγνωρίσαμε τη σπουδαιότητά μας στο χαμόγελο εκείνου που προσέξαμε πιο πολύ απ’ τον εαυτό μας  κι αισθανθήκαμε την πιο ζωογόνα επικινδυνότητα όταν δώσαμε καθετί από εμάς, χωρίς να κρατήσουμε ούτε ένα περίσσευμα για ώρα ανάγκης. Γιατί η δική μας ώρα ανάγκης ήταν τότε που θέλαμε να αφεθούμε επιτέλους, να το χαρούμε για όσο θα είναι, χωρίς τις έλλογες φοβίες και τα ηττοπαθή «πρέπει».

Κι όσο το χαρήκαμε στην αρχή, άλλο τόσο μας πλήγωσε στο τέλος. Με την ίδια ένταση που ζήσαμε την απογείωση, ζήσαμε και την προσγείωση. Τα χαμόγελα έγιναν δάκρυα, νεύρα, οι μέρες έγιναν πιο κουραστικές από ποτέ κι οι νύχτες εφιαλτικές. Ξεσπάσαμε σε ποτά, τσιγάρα, καψουροτράγουδα, παράνομα γκάζια, εξαφανιστήκαμε από παρέες, κλείσαμε τηλέφωνα και δε βγήκαμε απ’ το σπίτι για μέρες. Μέσα μας εναλλάσσονταν η λύπη κι ο θυμός και μάταια επιδοθήκαμε σε εκείνα τα «Πώς το άφησα να συμβεί;».

Το άφησες να συμβεί, γιατί για μία φορά πρόσεξες τον εαυτό σου, πρόσεξες τον άνθρωπο μέσα σου και του έδωσες συναισθήματα, ζωντάνια, έρωτα! Το άφησες να συμβεί, γιατί τώρα έχεις πράγματι να κρατήσεις κάτι για σένα. Θα κρατήσεις εκείνη τη μοναδική αίσθηση του να ζεις σήμερα για το σήμερα! Κλάψε, αλλά μην κλαίγεσαι. Πέσε, αλλά μην ξεπέφτεις!

Δεν είσαι χαμένος, έχεις κερδίσει και θα το καταλάβεις μόλις συμμαζέψεις τα κομμάτια σου από θιγμένους εγωισμούς κι ανικανοποίητες προσδοκίες. Έχεις κερδίσει, γιατί δεν έδωσες, αλλά δόθηκες. Έχεις κερδίσει, γιατί ό,τι κι αν λες ή νιώθεις τώρα, οι μέρες της καψούρας σου ήταν σαγηνευτικά δηλητηριώδεις και δεν είναι πολλά πράγματα στη ζωή σου έτσι.

Και θα νιώσεις ακόμα περισσότερο κερδισμένος, όταν θα σηκωθείς και θα αναγνωρίσεις στον εαυτό σου τη δύναμη να επανέρχεται, όταν θα πάψεις να τον τιμωρείς επειδή θέλει να νιώθει λίγο περισσότερα από αυτά που εσύ τον αφήνεις να αισθάνεται. Πάντα εσύ ξεγελούσες τις επιθυμίες σου, μέχρι εκείνη τη στιγμή που καψουρεύτηκες και σε ξεγέλασαν εκείνες.

Δεν καψουρεύεσαι ψάχνοντας έναν άνθρωπο να σου παρέχει ασφάλεια, μια αγκαλιά για να κατασταλάξεις και να ηρεμήσεις. Καψουρεύεσαι γιατί θες να δεις πού τερματίζει το κοντέρ των «θέλω» σου, γιατί θες να ποντάρεις τα ρέστα σου απόψε κι ας χρειαστεί αύριο να αρχίσεις απ’ το μηδέν. Καψουρεύεσαι γιατί ένας άνθρωπος είχε όλους τους λόγους που χρειαζόσουν ώστε να ρισκάρεις τη βολεμένη σου καθημερινότητα για μερικές στιγμές καταστροφικών, αλλά εντυπωσιακών εκρήξεων. Τώρα που ξέρεις πώς σου συνέβη φτάνει να αναρωτηθείς: «Θα το αφήσω να μου ξανασυμβεί;»

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη