Σ’ ένα καράβι γεμάτο κόσμο μόνο εσένα μπορούσα να δω. Φώτα λευκά, έντονα κι ενοχλητικά γέμιζαν όλο το χώρο με ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να βρισκόσουν σε αίθουσα ανακρίσεως. Όλοι γύρω μου κοιμόντουσαν, εγώ όμως δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο. Λίγο η υπερένταση του ταξιδιού που είχε προηγηθεί κι έφτανε στο τέλος του, λίγο τα ενοχλητικά φώτα και λίγο το απέραντο μαύρο της θάλασσας, γέμιζαν το μυαλό μου με σκέψεις. Είχε προηγηθεί ένα απρόσμενα τρελό βράδυ. Ένα βράδυ που τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφερνε τα πάνω-κάτω και τα ίσια-ανάποδα.

Δεν το είχα καταλάβει εκείνη τη στιγμή, καθώς προσπαθούσα ακόμη να εξηγήσω στον εαυτό μου, τι ακριβώς είχε γίνει και κυρίως πώς είχε προκύψει όλο αυτό, σήμερα όμως γνωρίζω –ή μάλλον αναγνωρίζω– πως πολύ πριν από εκείνο το ταξίδι είχα ήδη αναπτύξει συναισθήματα για σένα.

Εκείνες τις στιγμές στο καράβι, μοναχικές στιγμές θα τις χαρακτήριζα, θυμάμαι να σε κοιτάω και να σκέφτομαι: «Τι έκανα; Γιατί νιώθω ένα σφίξιμο μέσα μου;». Σαν να με άκουσες εκείνη τη στιγμή, ξύπνησες κι όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, με ρώτησες: «Γιατί έφυγες το πρωί;». Ακόμη θυμάμαι το αίμα μου να παγώνει. Με τρεμάμενη φωνή σου είπα, ούτε που θυμάμαι τι σου είπα.

«Γιατί έφυγες το πρωί;». Έπρεπε να μείνω; Αν είχα μείνει τι θα γινόταν; Θα είχε εξελιχθεί κάτι διαφορετικά; Μήπως θα είχα καταφέρει το ακατόρθωτο; Μήπως θα σε είχα δίπλα μου τώρα; Είναι ερωτήσεις που μία φορά τη μέρα, κάθε μέρα, βασανίζουν το μυαλό μου. Είναι σαν αυτά τα αναπάντητα «αν».

Δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα υπάρχει λόγος να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βασανίζεται και να αναλώνεται με τέτοιου τύπου ερωτήματα. Ερωτήματα που μόνο αυτός στον οποίο απευθύνονται θα μπορούσε να τα επιλύσει. Κι έτσι έρχεται μία επόμενη ερώτηση: «Γιατί δεν τις κάνουμε αυτές τις ερωτήσεις ποτέ και τις αφήνουμε να παίρνουν σάρκα κι οστά μόνο στη φαντασία μας;».

Η δική μου απάντηση είναι πως το πρόβλημα δεν είναι οι ερωτήσεις αυτές ως ερωτήσεις καθώς είναι φυσικό χαρακτηριστικό τους το να μένουν δίχως απάντηση. Η αιτία που βασανιζόμαστε μέσα μας κρύβεται στην έλλειψη θάρρους ή οτιδήποτε άλλο παρακινεί τον καθένα μας να πραγματοποιήσει μία ενέργεια/πράξη.

Για εμένα, το δικό μου πραγματικό βάσανο είναι ότι δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να αφεθεί στην αγκαλιά εκείνου, μα αντίθετα του επέβαλλα να δράσει παρορμητικά και με κινητήριο συναίσθημα την έκπληξη. Γιατί έκπληξη; Αρχικά, έκπληξη γιατί με το πρώτο του άγγιγμα όλα έμοιαζαν σωστά. Έκπληξη γιατί στην αγκαλιά του και με τη μυρωδιά του σε όλο μου το πρόσωπο, αποκοιμήθηκα. Κι έκπληξη γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου κι είδα πού βρισκόμουν, πανικοβλήθηκα.

Πανικοβλήθηκα διότι ένιωσα ξανά όλα εκείνα που είχα νιώσει μερικά λεπτά πριν αποκοιμηθούμε. Επομένως, θα αλλάξω και θα πω ότι μάλλον η έκπληξη συνοδευόταν κι από πανικό, με απόρροια να κάνω το λάθος και να ενεργήσω χωρίς ψυχραιμία και λογική. Ένιωσα την καρδιά μου να εκτίθεται, οπότε προτίμησα να την κρύψω ξανά πίσω στην ασφάλεια της άγνοιας του άλλου.

Έτσι, λοιπόν, επιλέγοντας να φοβηθώ και να θέλω να προστατέψω τον εαυτό μου (όπως είναι φυσικό), δείλιασα και δεν έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα. Να ξανακλείσω τα μάτια μου και να ξυπνήσω αντικρίζοντας το βλέμμα του. Τότε όλα θα ήταν πιο ξεκάθαρα. Ακόμη κι αν δεν άλλαζε απολύτως τίποτα, ακόμη δηλαδή και να μη σε είχα δίπλα μου, όπως ονειρεύομαι τα βράδια, τουλάχιστον θα είχα αντικρίσει την αλήθεια κατάματα.

Θα έβλεπα την πρώτη του αντίδραση και θα είχαμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε επί τόπου με όποια και να ήταν η κατάληξη, ένα όμως θα ήταν σίγουρο: Δε θα έφτανα στο σήμερα κυνηγώντας φαντάσματα εκείνης της νύχτας γράφοντας ξανά και ξανά γι’ αυτά.

Μετά από κόπο, κατανάλωση ενέργειας και χρόνου και κυρίως μετά από έναν βαθύ πόνο, κατέληξα να υιοθετήσω μια πολύ διαφορετική, απ’ τη μέχρι τώρα, οπτική της ζωής. Θα σας φανεί γνώριμο καθώς οι περισσότεροι από εμάς το σκεφτόμαστε συχνά, μα πόσοι από εμάς το εφαρμόζουμε στην πράξη;

Αποφάσισα λοιπόν να μιλάω, να μιλάω και να πράττω. Να μιλάω εννοώντας να εκφράζω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου σε όποιον κι αν είναι αυτός στον οποίο απευθύνονται. Και πιο σημαντικό, να κάνω αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω, χωρίς να σκέφτομαι τις αρνητικές συνέπειες τις οποίες μπορεί να μου επιφυλάσσει αυτό.

Έτσι κι αλλιώς οι συνέπειες της απραξίας αργά ή γρήγορα σε βρίσκουν κι είναι πολύ πιο επίπονες απ’ όσο φανταζόσουν. Βέβαια, για να συμβούν τα δύο παραπάνω είναι απαραίτητη προϋπόθεση να θωρακίσουμε την καρδιά μας με κουράγιο, δύναμη και πίστη.

Όλα ξεπερνιούνται κι όλα περνάνε, όπως ο χρόνος που κυλάει μπροστά. Μπροστά, όχι πίσω για να αλλάξουμε τη δειλία σε θάρρος, τον πανικό σε ψυχραιμία, το φόβο σε ελπίδα και τέλος την απραξία σε πράξη.

Για λίγο ξεγελάστηκα και νόμιζα πως δε θα άφηνα ξανά αναπάντητα ερωτήματα. Όχι άλλα «αν», μα η ώρα πέρασε, το μάθημα τελείωσε και σηκώθηκες από δίπλα μου να βγεις έξω για τσιγάρο, γνέφοντάς μου με άγνοια να έρθω για παρέα. Έκλεισα το τετράδιο και τις σκέψεις μου κι ήρθα.

Καλά τα κατάφερα, δε νομίζετε;

 

Συντάκτης: Έλενα Παπακώστα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη