Μια απλή, καθημερινή μέρα. Ετοιμάζεσαι, φοράς τα ακουστικά σου και μπαίνεις στο αστικό για να πας στη δουλειά σου ή να κατέβεις στο κέντρο για μια βόλτα. Οι άνθρωποι στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι συνήθως σκυθρωποί, κοιτάζουν έξω απ’ το παράθυρο, δε σου πιάνουν την κουβέντα. Τα τελευταία χρόνια μπορείς να παρατηρήσεις ότι οι περισσότεροι αφήνουν τον εαυτό τους πιο συχνά ατημέλητο και η αίσθηση της ταλαιπωρίας είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το σκηνικό, πέφτει το μάτι σου στην κυρία που κάθεται στις πρώτες θέσεις.

Μεγάλη σε ηλικία, γύρω στα ογδόντα, με λευκό πουκάμισο, μπλε ζακετούλα με δαντέλα στο τελείωμα, κόκκινο κραγιονάκι, περιποιημένα μαλλιά, περλίτσες λευκές στ’ αυτιά κι ένα χαμόγελο. Κρατάει το μπαστουνάκι της και χαμογελά, σαν να μην την έχει αγγίξει η μιζέρια όλων, σαν να μην την απασχολεί τίποτα, σαν ο χρόνος να της άφησε μόνο όμορφες αναμνήσεις, σαν να θέλει να κρατήσει ζωντανή την εικόνα εκείνης της νέας δεσποινίδος που πάλαι ποτέ έκανε θραύση στα νιάτα της.

Να τους χαίρεσαι αυτούς τους ανθρώπους! Εγώ αυτό κάνω. Χαμογελάω και σκέφτομαι, πώς άραγε να είμαι, όταν κι αν φτάσω στα χρόνια τους. Θα εξακολουθώ να είμαι περιποιημένη; Θα έχω όρεξη ν’ ασχοληθώ με τον εαυτό μου ή η κούραση των ετών και τα τυχόν προβλήματα υγείας και οι στενοχώριες θα με έχουν καταβάλει;

Μετά από λίγα λεπτά περιήγησης στα μονοπάτια των σκέψεών μου, έρχεται ο παππούς μου στο μυαλό μου κι η αγάπη του για την καθαριότητα, το χιούμορ κι η ευγένειά του. Κάθε φορά που τον επισκέπτομαι αφού φάει το γεύμα του, θα πλύνει με τις ώρες τα δόντια του και πριν κατέβει να βρει τους συντρόφους για να πιουν το καφεδάκι τους στο ΚΑΠΗ θα προσέξει πάντα το πουκάμισο και το κουστούμι του να είναι τέλεια σιδερωμένα, η τραγιάσκα του να ταιριάζει απόλυτα με το σύνολο, τα παπούτσια του να είναι γυαλισμένα και το μουστάκι του να είναι πάντα χτενισμένο. Πρώτος θα χαιρετίσει και τελευταίος θα πει «εις το επανιδείν».

Δεν είναι ότι δεν έχει περάσει λύπες, δεν είναι ότι του τρέχουν τα χρήματα απ’ τις τσέπες, με μία σύνταξη ζει, όπως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, και μάλιστα τσοντάρει ακόμη και για τις δικές μας ανάγκες, παιδιών και εγγονών. Είναι στον άνθρωπο τελικά. Είναι αυτή η λεβεντιά, η φινέτσα μιας άλλης εποχής και η ανάγκη των ανθρώπων, όσα χρόνια κι αν περάσουν, να γοητεύουν.

Είναι τόσο όμορφο να μεγαλώνεις και να μην αφήνεσαι. Να προσέχεις πάντα τον εαυτό σου, γιατί ό,τι κι αν συμβεί, ξέρεις ότι στο τέλος με εκείνον θα μείνεις. Να προσπαθείς πάντα να είσαι καθαρός, περιποιημένος, να έχεις μια ελκυστική εικόνα και να νιώθεις περήφανος που ακόμη και σε μια μεγάλη ηλικία, έχεις τη δύναμη και το κουράγιο να είσαι κιμπάρης ή αντίστοιχα γοητευτική.

Ν’ αγαπάτε και να προσέχετε τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Να ξέρετε ότι προσέχουν τον εαυτό τους και περιποιούνται κυρίως για εσάς, για να είναι ακόμη αρεστοί, ν’ αφήνουν μια καλή εντύπωση και να είστε υπερήφανοι για εκείνους. Να τους λέτε μια καλή κουβέντα όπως: «Τι όμορφη που είσαι σήμερα, βρε γιαγιά» ή «Τι λεβέντη παππού που έχω!».

Μεγαλώνοντας, βλέποντας το πρόσωπό μας να γεμίζει ρυτίδες, τα δόντια μας να πέφτουν, τα μαλλιά μας να χάνονται και ν’ ασπρίζουν, το σώμα μας να μαζεύεται και οι δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν κάνουμε τ’ αδύνατα δυνατά για να μας αντιμετωπίζουν ισάξια, θέλουμε να νιώθουμε ακόμη ακμαίοι.

Ο άνθρωπος έχει μεγάλο μερτικό υπερηφάνειας μέσα του και ποτέ δε θέλει να αισθανθεί αφημένος στη μοίρα και στις περιστάσεις. Ποτέ δε θέλει να νιώσει τη λύπηση των άλλων και οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας, μην ξεχνάτε ότι είναι σαν μωρά. Θέλουν την αγάπη και την προσοχή μας.

Να χαίρεστε, λοιπόν, τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που συναντάτε και είναι ακόμη περιποιημένοι και φινετσάτοι. Θέλουν να σας δείξουν ότι στα νιάτα τους «μετρούσαν» και ακόμη και σήμερα δε θέλουν να περνούν απαρατήρητοι. Είναι πιο δυνατοί απ’ το χρόνο κι αποτελούν την απόδειξη ότι το μεγαλείο του ανθρώπου είναι μέσα μας και δεν είναι άλλο απ’ την ψυχή μας, η οποία δε γερνά ποτέ!

Κάντε τους ένα κομπλιμέντο όταν τους συναντήσετε και ευχηθείτε να είστε κι εσείς έτσι, όταν φτάσετε στα χρόνια τους. Αυτή την αυθεντικότητα και την κιμπαροσύνη μιας άλλης εποχής, πλέον, σπάνια τις συναντάμε.

Συντάκτης: Αναστασία Νάννου