Ο έρωτας είναι σαν ένα βέλος. Όταν σε χτυπήσει, δεν έχεις το χρόνο να σκεφτείς αν αυτός ο άνθρωπος σου ταιριάζει, αν πληροί τις προϋποθέσεις που έχεις θέσει, αν είναι εν πάση περιπτώσει κατάλληλος για σένα. Θα μου πείτε, αν τα σκεφτόμασταν όλα αυτά, δε θα ήταν έρωτας, αλλά μια ρεαλιστική, επιλεκτική πραγμάτωση των επιθυμιών μας.

Ο έρωτας είναι απροσδόκητος κι όταν έρχεται ξαφνικά, τα σαρώνει όλα. Τα ξεχνάμε όλα. Υπάρχει όμως κάποιος που ποτέ δε θα έπρεπε να παραμερίζουμε για χάρη κάποιου άλλου, κι αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Και δεν το εννοώ με την έννοια του εγώ, καθώς σε μια σχέση οφείλεις να μάθεις να μοιράζεσαι και να σκέφτεσαι με βάση το εμείς, αλλά εφιστώ την προσοχή στην ηρεμία και την ευτυχία που βαθιά μέσα του αποζητά ο καθένας μας.

Μπορείς, άλλωστε, να είσαι ευτυχισμένος όταν ο άλλος σε ωθεί συνέχεια σε καβγάδες, δημιουργεί σκηνές ζηλοτυπίας, σε μειώνει, σου δημιουργεί κόμπλεξ κατωτερότητας, ανασφάλειες και διαταράσσει την ψυχική σου ηρεμία;

Στενοχωριέσαι, κλαις, χαλάει η διάθεσή σου, ρωτάς φίλους και γνωστούς, μήπως να του δώσεις μία δεύτερη ευκαιρία. Και τι να σου πουν οι φίλοι; Θα σου πουν αυτό που βλέπουν ότι είναι καλύτερο για σένα, αλλά αν εσύ δεν είσαι έτοιμος να το δεις, κι αν δε βάλεις τον πήχη της ευτυχίας σου ψηλά, τίποτα δε θ’ αλλάξει.

Η καρδιά μας και κατ’ επέκταση ο συναισθηματικός μας κόσμος πρέπει να προσφέρεται σε χέρια άξια να τον κρατήσουν. Σε χέρια ασφαλή, που όσους ρόζους και να ‘χουν απ’ τα βάρη της ζωής να κρατάνε την καρδιά σου με τρυφερότητα, γιατί είναι εύθραυστη και το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να την τραυματίσουν.

Ν’ αφήνεσαι στα χέρια εκείνου που τρέμει μήπως πάθεις κάτι, που γίνεται ο ίδιος ασπίδα για να σε προστατέψει απ’ τη θλίψη, που κάνει τα πάντα για να χαμογελάς, που όσο κουρασμένος κι αν είναι βρίσκει τρόπο να σου φτιάξει τη διάθεση και χρόνο να σου αφιερώσει.

Να δίνεις την καρδιά σου σ’ εκείνον τον άνθρωπο που τη διεκδίκησε με όλη του τη δύναμη και δεν έπαψε να τη διεκδικεί, ακόμη και τώρα που θεωρητικά την έχει κερδίσει. Σ’ εκείνον που την αγγίζει απαλά για να μη σπάσει, γιατί ξέρει ότι είναι ο θησαυρός του. Σ’ εκείνον που εμπιστεύεσαι να κρατήσει ό,τι πιο πολύτιμο έχεις.

Μην την προσφέρεις δεξιά κι αριστερά σε χέρια τρεμάμενα, σκληρά ή αδύναμα να την κρατήσουν και να την προστατέψουν. Βλέπεις από πριν ποιος μπορεί να της παρέχει ασφάλεια και χώρο στη χούφτα του. Ποιος της είναι «λίγος» και το βάρος της του πέφτει πολύ. Κι αν δεν μπορείς να δεις, γιατί ο έρωτας σ’ έχει τυφλώσει, απλώς άφησε το ένστικτο και τη διαίσθησή σου να σε καθοδηγήσουν.

Να την ακούς την καρδιά σου, ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα πού νιώθει ζωντανή. Καμιά φορά της αρέσει να παίρνει ρίσκα για να δει, αν μπορούν τα χέρια που την αρνήθηκαν ή λιγοψύχησαν στη διαδρομή, να δοκιμάσουν άλλη μία φορά, μπας και τα καταφέρουν.

Και τότε πέφτει κι αποκτά γρατσουνιές κι εκδορές απ’ τον άτσαλο τρόπο που την άφησαν να πέσει. Σκονίζεται απ’ το χωματόδρομο που την παράτησαν τ’ αδύναμα χέρια και πρέπει κάποιος να την καθαρίσει απ’ τις σκόνες, για να είναι πάλι καθαρή κι έτοιμη να την κρατήσει κάποιος άλλος.

Τι νόμιζες ότι είναι η καρδιά, αγάπη μου; Ένα φτερό στον άνεμο να μπορεί να την κρατήσει οποιοσδήποτε; Είναι ό,τι πιο βαρύ και πολύτιμο έχουμε. Γι’ αυτό σου λέω, να προσφέρεις την καρδιά σου σε χέρια γερά, με αντοχή και θέληση να την κουβαλούν για χρόνια. Να επιλέξεις χέρια άξια να γίνουν το σπίτι σου, γιατί μην ξεχνάς, όπου είναι η καρδιά, εκεί είναι και το σπίτι σου.

Δε θες να γκρεμιστεί, φαντάζομαι, μ’ ένα μικρό σεισμό.

Συντάκτης: Αναστασία Νάννου