«Αγάπη μου, θέλω το χώρο και το χρόνο μου». Μια έκφραση που την έχουμε πει ή την έχουμε ακούσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μας. Ανάλογα με το σε ποια μεριά βρισκόμαστε, του πομπού ή του δέκτη, ηχεί και διαφορετικά.

Όπως και να ‘χει όμως η κατάσταση, κατανοούμε ότι πρόκειται για τη στιγμή εκείνη που ένα απ’ τα δυο εμπλεκόμενα μέρη έχει την επιθυμία για τον χι ψι λόγο (δε μας ενδιαφέρει την παρούσα στιγμή) να απομονωθεί για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, για να βρει τις ισορροπίες του και να χτίσει τη σχέση που έχει ανάγκη με τον εαυτό του. Γιατί δε συμβαίνει το ίδιο και με τους φίλους μας;

Δεν εννοώ πόσες φορές έχεις πει «Ε, μαλάκα, θέλω το χώρο και το χρόνο μου». Ακούγεται αστείο μόνο που το διαβάζεις. Εννοώ γιατί δεν ξεστομίζουμε κάτι τέτοιο με την ίδια ευκολία που μπορούμε να το κάνουμε στο ταίρι μας; Και γιατί αντίστοιχα όταν ακούσουμε έστω και σαν υπόνοια κάτι αντίστοιχο από μια φίλη ή φίλο μας αντιδράμε τουλάχιστον εντονότερα –για να εκφραστώ κόσμια και να μην πω ότι παίζει να πετάξουμε κανένα «άντε γαμήσου»– έχοντας λιγότερη κατανόηση;

Ενώ η φιλία διαχρονικά εξυμνείται για την ειλικρίνεια και τον αλληλοσεβασμό που εμπεριέχει στη σύνθεσή της, γιατί στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται αυτά να απουσιάζουν; Η απάντηση μήπως βρίσκεται 2.500 χρόνια πίσω στα λόγια του Αισχύλου; «Λίγοι άνθρωποι έχουν στη φύση τους αυτό: να τιμούν χωρίς φθόνο τον ευτυχισμένο φίλο τους». Είναι ζήλια κι εγωισμός, λοιπόν; Ώρα να σταματήσουμε τις αλλεπάλληλες ρητορικές ερωτήσεις και να προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις.

Στο θέμα μας, λοιπόν, και για το καλό του ανθρώπινου είδους, ας θέσουμε ως δεδομένο ότι στις πραγματικές φιλίες μας υποσυνείδητα προβαίνουμε σε αυτές τις ενέργειες. Γιατί αν ήταν να μιλήσουμε για συνειδητές επιλογές, δε θα αναφερόμασταν στη φιλία κι όλο αυτό το κείμενο θα έπρεπε να ξεκινήσει από άλλη βάση. Έχοντας επομένως ως δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε πραγματική φιλία, αυτή που ο Αριστοτέλης υποδεικνύει ότι έχει σκοπό το αγαθόν, και μιλώντας για ακούσια ανθρώπινα λάθη, θα προσπαθήσουμε να τονίσουμε αυτά τα λάθη μας με μια μορφή αυτοκριτικής.

Δεν είμαστε, λοιπόν, κάλοι φίλοι όταν δε σεβόμαστε το χωρόχρονο των φίλων μας, όταν απαιτούμε τη διαρκή παρουσία τους κι όλη τους την ενέργεια αποκλειστικά για μας, όταν ζηλεύουμε αν έχουν κι άλλους κάλους φίλους κι αναπτύσσουμε μια εξαρτητική σχέση. Δεν είμαστε καλοί φίλοι μόνο όταν μιλάμε και δεν ακούμε. Δεν είμαστε καλοί φίλοι ούτε καν όταν κάνουμε και τα δύο. Είμαστε καλοί φίλοι όταν ακούμε και τι δε μας λέει. Όταν ακούμε τις σιωπές τους. Όταν κατανοούμε το λόγο ύπαρξής τους και δείχνουμε σεβασμό σ’ αυτό.

Είμαστε καλοί φίλοι όχι όταν σπαταλάμε ώρες για τα πιο απλά πράγματα, όπως να συνεννοηθούμε πού θα βρεθούμε, αλλά όταν αρκεί ένα βλέμμα για να λύσουμε σχεδόν τα πάντα. Είμαστε καλοί φίλοι, όχι όταν υπάρχει το εσύ και το εγώ, αλλά μόνο το εμείς. Ένα «εμείς» ικανό να μας ποτίσει με τη μεγαλύτερη δύναμη πιστεύοντας σε αυτό.

Είμαστε καλοί φίλοι όταν τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας. Κι αυτό είναι το μυστικό αν θες, ένας άνθρωπος απαλλαγμένος από εγωισμούς, ανασφάλειες και «πρέπει», έχοντας λύσει τα προσωπικά θέματα, ικανός να δώσει και να λάβει αγάπη με τον αληθινά δικό του τρόπο.

Ένας φίλος πραγματικός, όχι γιατί είναι τέλειος, αλλά γιατί είναι ο εαυτός του. Έναν τέτοιο φίλο αναζητάμε όλοι, γιατί να μη γίνουμε οι ίδιοι λοιπόν, χαρίζοντας ένα πολύτιμο δώρο στους φίλους μας;

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη