Η ζωή της για καιρό, άδεια. Κατ΄ακρίβεια, το μοναδικό γέμισμα στην ψυχή της αποτελούσε για χρόνια το φορτίο της αηδίας προς τον ίδιο της τον εαυτό. Κρύο. Η απόλυτη παγωνιά στην καρδιά, στο σώμα της και οι πόρτες της ερμητικά και συνειδητά κλειστές, με ατελείωτους όρκους για την επισφράγιση της απομόνωσής της. Θύμα βιασμού. Με τα χρόνια να περνούν, κατόρθωσε ωστόσο να το προφέρει, να το φωνάξει, να το ουρλιάξει διασφαλίζοντας επιτέλους την αποδοχή της κατάστασης. Κι αν τα σημάδια στο κορμί της ξεθώριασαν με τα χρόνια, η ψυχή της πονά σαν να έγιναν όλα χθες. Μα παράλληλα, κάπως έτσι συνειδητοποιεί σταδιακά πως πέρασε και κυρίως πως όσο είναι στο χέρι της τίποτα τέτοιο δεν μπορεί να επαναληφθεί.

Δεν έφταιγε κι αυτό είναι κάτι περισσότερο από αδιαμφισβήτητο. Δεν μπορεί να σβήσει τα σημάδια της και δεν μπορεί να αναιρέσει το παρελθόν κι ούτε να ξεχάσει. Και δε θέλει να ξεχάσει. Τα σημάδια της άλλωστε είναι ο πιο επαρκής και πειστικός δείκτης της δύναμής της. Γιατί μέσα στην πίκρα και στον εσωκλεισμό της, ξεπρόβαλε η δύναμή της και κάποια στιγμή ήταν αδύνατο να μην αντιληφθεί της παρουσία της. Ό,τι έγινε, όλη αυτή η τεράστια δύναμη και πεποίθηση για την αξία της, επήλθαν μέσα απ’ τα δάκρυα και τα ξεσπάσματα οργής της.

Πέρασε σαν ένας μικρός θάνατος σαν όλες τις ενδόμυχες πάλες του ανθρώπου. Ένας μικρός θάνατος με αντίπαλο τον εαυτό σου και μόνο. Κι όταν αποφασίσεις να παίξεις, προσπαθείς τόσο μανιασμένα, όπως άλλωστε σου προστάζει το αίσθημα της ανάγκης να είσαι καλά στο όνομα όλων όσων πέρασες, στο όνομα των αγκαθιών που πάτησες και δεν μάτωσες, τελικά.

Δεν είναι εύκολο. Μα δεν ήταν ποτέ για τα εύκολα κι επίσης,  ήταν και είναι πιο δυνατή απ’ όσο κάποτε αφήνει τον εαυτό της να πιστέψει. Το φανερώνουν άλλωστε εκείνα τα πρωινά που πληθαίνουν όσο ο καιρός περνά, που τη βρίσκουν ν’ αντικρύζει τον ήλιο και να χαμογελά ξανά! Οι βόλτες πια δεν πληγώνουν και το σώμα της μπορεί να το αντικρύζει με μάτια γυμνά μα καθ’ όλα προσγειωμένα και συνειδητοποιημένα για την κατάσταση γύρω τους. Γοητεύεται ξανά από βλέμματα και χαμόγελα αληθινά και δεν έχει χάσει λεπτό τη θέλησή της να δώσει αγάπη, που τελικά είναι πολύ περισσότερη απ’ όση πίστευε.

Γιατί η δύναμη δεν αναιρεί ποτέ το ρεαλισμό. Η αναγνώριση της πολυτιμότητάς σου συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της δύναμής σου. Κι αν πέρασες πολλά, αντέχεις κι άλλα. Και μέσα στο χαμό της ζωής σου, έγινες πιο δεκτικός στο να ζητήσεις βοήθεια από τους ειδικούς. Θες να ζήσεις. Το θες πολύ, σαν οφειλή στον πόνο σου. Έφτασες στον πάτο, γι’ αυτό κι η άνοδος αποτελεί πια μονόδρομο. Στερήθηκες πολλά, η βία σε απομάκρυνε από το υπέροχο εσύ σου, μα δε στάθηκαν ικανά τα πάθη σου για να σε κάνουν να σε λησμονήσεις. Κι έτσι σου λείπεις. Σου λείπεις κι αναλώνεσαι σε πανίσχυρες υποσχέσεις πως θα σε ξαναβρείς.

Η ζωή δε σου δίνει τίποτα που δεν μπορείς να αντέξεις. Ο άνθρωπος μπορεί τα πάντα. Κι αν τα τέρατα μέσα του παλεύουν να τον διαλύσουν, η θέληση κι η ικανότητα να χαμογελά στα σκοτάδια σκιάζουν ακόμα και τους φόβους του. Χαμογέλα να τρομάξεις τους φόβους σου, έγραφε κάποτε ένας τοίχος στα Εξάρχεια. Χαμογέλα να δεις πως αντέχεις, χαμογέλα κι αντίκρυσε τα σημάδια σου, γιατί υπάρχουν μόνο για να σου δείχνουν πως σε χάνεις, αλλά είσαι ικανός να σε βρίσκεις αμέσως μετά καλύτερο, πιο υπέροχο, πιο ισχυρό!

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου