Είμαι νησιώτης, λες και μέσα σε δυο λέξεις ανασαίνεις όσο πιο δυνατά μπορεί να αναπνεύσει ένας άνθρωπος. Γιατί σε αυτές τις δυο λέξεις τρέχει η ζωή σου σε σκηνές, τα βιώματά σου σαν κομμάτια παζλ κι ό,τι ταυτότητα κι αν έχουν, το μόνο σίγουρο είναι πως καλές ή κακές οι αναμνήσεις, σου αφήνουν πάντα ένα μόνο στίγμα. Άρωμα, νησί.

Άρωμα κι αέρας καθαρά νησιώτικος με χαρακτηριστικά που τα λένε όλα κι ας είναι καθ’ όλα απροσδιόριστα. Είναι που εγώ, εσύ, κι όλοι οι άλλοι που μεγαλώσαμε σε διαφορετικά νησιά, θα έχουμε πάντα μια ενδόμυχη κι αμοιβαία συμπάθεια να μας συντροφεύει κι ας μην μπορέσουμε ποτέ επαρκώς να οριοθετήσουμε τους λόγους.

Είναι που ξέρουμε πως μεγαλώσαμε με έναν τρόπο παρόμοιο, με μια νοοτροπία αλλιώτικη, μοναδική και κοινή την ίδια στιγμή. Είμαστε εμείς που τα χάσαμε την πρώτη φορά που μας ρίξανε στο χαμό της μεγαλούπολης, που θέλαμε το χρόνο μας να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα, μα που κυρίως δε θέλουμε ποτέ να απαλλαγούμε απ’ τα βασικά νησιώτικα χαρακτηριστικά μας.

Άνθρωποι προφανώς τυχεροί που η απαλλαγή απ’ την ταυτότητα της μεγαλούπολης μας κατέστησε λίγο πιο απλούς. Παιδιά που μεγάλωσαν σαν παιδιά, δεμένοι αδερφικά μεταξύ τους με τις εποχές να έχουν το καθιερωμένο άρωμα που έδιναν τα γέλια τους. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου βέβαια μπορεί να διαπρέψει όπου κι αν είναι, μα είναι που σε ένα νησί, μπορείς πιο εύκολα να είσαι ο εαυτός σου, να ανασάνεις και μαζί να ανασάνουν τα ζόρια σου, να ακολουθήσεις τη ζωή σου. Κι είναι αυτή η ζωή, η τόσο όμορφη αφού όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις θάλασσα.

Κι εσύ σαν νησιώτης ξέρεις καλά τι πάει να πει θάλασσα στα καλά, θάλασσα στα καλύτερα και θάλασσα στα πιο ζόρικα. Είναι που το έχουμε τόσο εύκολο να γινόμαστε ένα με το γαλάζιο μεγαλείο κάθε που κάτι σημαντικό συμβαίνει στη ζωή μας. Απ’ τις ξαφνικές βόλτες στη θάλασσα μέχρι κι εκείνες τις προγραμματισμένες τις Κυριακάτικες, όλα φωνάζουν ανάπαυλα.

Αυτό! Μεγαλώνοντας σε ένα νησί, μεγαλώνεις ταυτόχρονα σε έναν τόπο πιο κοντά σε σένα, σε έναν τόπο συνυφασμένο με τις ρίζες σου. Μα πιο πολύ τις λατρεύεις τις ρίζες σου. Απ’ την προφορά που σας κάνει να ξεχωρίζετε και δεν μπορείτε ούτε με προσπάθεια να απαλλαγείτε από αυτήν, μέχρι και τα τοπικιστικά κοινά που έχει η κάθε ηλικία, όλα συνθέτουν μια εικόνα περηφάνιας για τον τόπο σου.

Βλέπετε, εμείς οι νησιώτες βλέπουμε τους τόπους μας σαν μια μεγέθυνση ενός χωριού. Ενός χωριού που τηρεί όλα τα αγνά του στοιχεία, ικανά για να μην αλλοτριώσουν την ταυτότητά μας απ’ τα σημάδια του καιρού, ή τουλάχιστον να μας κρατήσουν σε ένα ασφαλές σημείο επαφής με έναν κόσμο πιο απλό, πιο ανθρώπινο πιο αγνό. Κι όλα αυτά συγκροτούνται μέσα από τα πιο απλά μα εξίσου πολύτιμα σημαντικά.

Για εμάς, η παράδοση είναι ευλογία. Χριστούγεννα, Πάσχα, τοπικές γιορτές, όλα αυτά τα μεγάλα, που γίνονται αφορμή για να δεις όλους αυτούς που μεγαλώσατε μαζί που όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα ξεχάσετε ποτέ πως οι βάσεις της ανατροφής σας είναι κοινές και στην τελική είναι και το μόνο που μετράει.

Κι είναι κι εκείνα τα πιο μικρά, που όμως αποτελούν σταθερές μέσα στα χρόνια. Τα Κυριακάτικα τραπέζια κι η σούβλα του γείτονα που σε ξυπνάει απ’ τις 10, η αφορμή για μια κουβέντα με τους γονείς σου, το ψωμί της γιαγιάς, τα προϊόντα σας, η τοπική κουζίνα και τα πλαστικά στα οποία στριμώχνεις όλες τις λιχουδιές όταν είσαι φοιτητής, όταν δουλεύεις, όταν αποφασίζεις να αφήσεις το σπίτι σου.

Και κάπως έτσι συνειδητοποιείς πόσο μεγαλειώδη μαγκιά κρύβει ένας νησιώτης που κουβαλά τις παραδόσεις και τον τρόπο που γαλουχήθηκε όπου κι αν τελικά τον κατέληξε η μοίρα του. Είμαστε νησιώτες, μας έλειψαν πολλά που προφανώς βρίσκονται αλλού. Μα το μόνο σίγουρο είναι πως όσα έχουμε είναι ικανά για να κρατήσουν για πάντα ψηλά την περηφάνια μας.

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη