Τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου που έχω να τα δω ένα μήνα; Κατ’ ακρίβεια έχω χάσει πια το μέτρημα με τους μήνες, τις μέρες, τον ίδιο τον χρόνο που πια τον θεωρώ μια τόσο ουτοπική παρουσία. Στην αρχή, ξέρεις, λειτουργούσαν σαν ένας υποτιθέμενα καταπραυντικός παράγοντας. Μα δεν άργησα να καταλάβω πόσο ύπουλος μπορεί να γίνει ο χρόνος ο αλήτης. Σε σώζει κάποτε μα άλλοτε σε σκοτώνει τόσο απροκάλυπτα. Και κάπως έτσι όσες φορές κι αν παίξει το τραγούδι τέρμα στο ραδιόφωνο θα ‘ναι πάντα λίγες.

Γιατί, πώς να μπαλώσεις μια ψυχή φθαρμένη, μια ψυχή που μπάζει απ’ όπου κι αν την πιάσεις; Πώς να τις ξεριζώσεις τις μνήμες και να την υποχρεώσεις να ξεκινήσει εκ νέου κενή, άβουλη, χωρίς στόχους; Κι όμως, προσπάθησα. Προσπάθησα πιο πολύ απ’ όσο με έχω συνηθισμένη να προσπαθώ. Στην πραγματικότητα σκίστηκα να επιβιώσω, αγωνίστηκα να κερδίσω το χαμόγελό μου πίσω κι αυτό είναι για εμένα η πιο όμορφη νίκη. Μια νίκη μόνο για εμένα, έχοντας επιτέλους κάτι για το οποίο δε θα μπορείς να διεκδικήσεις ποτέ μερίδιο.

Έπαιξες άνισα, πάτησες στις πιο ευαίσθητες χορδές και κατόρθωσες να ξεκουρδίσεις ολόκληρη μπάντα μέσα μου, στην καρδιά και στις επιδιώξεις μου. Τερμάτισες τις επιφυλάξεις και τα διλήμματά μου και φυλάκισες τη σκέψη μου στα πιο κακά, τα πιο μαύρα. Τι να θυμηθώ, λοιπόν; Ξέρεις, όταν για μια μεμονωμένη στιγμή γέλιου έχεις για κόστο απεριόριστο πόνο, τότε δεν έχεις πια περιθώρια και για πολλά. Τι να θυμηθώ, λοιπόν όταν τα μάτια σου στο τέλος καθόρισαν όλο το μέλλον μου; Ήθελα να ξέρεις, να θυμάμαι τα όμορφα, μα με την προδοσία δηλώνω ακόμη ανίκανη να τα βάλω. Κι αν η ανθρώπινη πτυχή μου θεωρείται αδυναμία, αυτοαποκαλούμαι υπερήφανα, αδύναμη.

Δε σε συγχωρώ κι ας έχει γίνει το μυαλό μου ένα χάος απροκάλυπτο. Δε σε συγχωρώ γιατί τόσο καιρό μετά ακόμα διστάζω. Έμαθα να περπατώ με ασφάλεια ακόμα και στις πιο σίγουρες οδούς. Έχω γίνει καχύποπτη, μα πιο πολύ έμεινα στάσιμη. Αυτό. Στην τελική δεν μπορώ και δε θέλω να θυμηθώ τίποτα. Κάποια στιγμή το χάος θα τακτοποιηθεί από μόνο του, όπως αυτό ξέρει. Η ζωή ξέρει καλά κι εγώ θέλω να της δείχνω την πιο πoλύτιμη εμπιστοσύνη που μου απέμεινε.

Γιατί έχω μανιάσει να καταφέρω να αντικαταστήσω σκηνές, θάλασσες, στεριές, καράβια, τρένα με πρωταγωνιστή συτή τη φορά όχι εσένα, αλλά τον εαυτό μου. Αυτή τη φορά μόνο του, δυνατό, πιο δυνατό σαν το τίμημα της λησμονιάς σου. Δε θέλω να θυμάμαι λοιπόν και αρνούμαι να θυμηθώ. Ίσως να ‘ναι δειλία, φόβος, όπως θέλεις πάρτο μα είναι μάτια μου αλήθεια. Τι να σου λέω τώρα κι εσένα για αλήθειες όταν συνήθισες να σερβίρεις υπουλία, μυστήρια και ψέματα. Γι’ αυτό δε θυμάμαι.

Λένε πως άμα ξεκινήσεις από το μηδέν, δεν έχεις τίποτα πια να χάσεις. Κι εγώ σου λέω περίτρανα πως πια δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αγίξει τα όρια και κυρίως τις πληγές μου. Κι αν δεν είναι έτσι, ας ζήσω κι εγώ μια φορά στις ψευδαισθήσεις μου. Μια φορά κι εγώ. Η ζωή θα βρει το δρόμο της. Γιατί για όσους έχουν πονέσει πολύ, η ευτυχία είναι πάντα μονόδρομος όσο κι αν αργήσει.

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά