Δε σε χρειάζομαι άλλο. Δε θέλω τίποτα από εσένα. Τελειώσαμε και σε ευχαριστώ για αυτό. Μία τελευταία χάρη θέλω, όμως. Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω∙ το έχω ανάγκη.

Περάσαμε όμορφες στιγμές, αλλά κι άσχημες. Είχαμε τσακωμούς, αλλά κι υπέροχες συμφιλιώσεις. Μου άρεσε αυτό που είχαμε. Όχι, δεν ήταν σχέση. Δε δεχτήκαμε να συμπιέσουμε σε έναν όρο αυτό που ήμασταν. Τι σημασία είχε, τέλος πάντων; Το σημαντικό ήταν το πως χαμογελούσες όταν ήμουν μαζί σου και πως τα μάτια μου άστραφταν όταν σε έβλεπαν.

Ποτέ δε χρειάστηκε να πούμε πολλά. Μια συνάντηση στο σπίτι μου με ταινία και σένα αγκαλιά ήταν τα πάντα. Ακόμα κι όταν ήθελα να βγω με την παρέα μου δεν αρνιόσουν να έρθεις μαζί μου, αχ να ‘ξερες πόσο μου άρεσε. Μου άρεσε να είσαι πολύ κοντά μου, να μη φεύγεις από δίπλα μου. Όταν απουσίαζες έλειπε ένα κομμάτι μου. Κάθε φορά που σε έβλεπα ερωτευόμουν τις στιγμές μας -μάλλον κι εσένα, αλλά άργησα να το καταλάβω.

Οι μέρες κι οι μήνες περνούσαν, ήσουν κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Κι αν σε έχανα; Αν έφευγες; Ξέρεις, ποτέ δε σε είχα δεδομένο. Δεν ξέρω αν εσύ το πίστευες αυτό, αλλά εγώ έτρεμα στην ιδέα πως μπορεί να αγκαλιάζεις κάποια άλλη. Ξέρω πως ήταν λάθος να το σκέφτομαι αυτό, αφού τυπικά δεν ήμασταν ζευγάρι. Ποτέ δεν κατάφερα να έχω λόγο στη ζωή σου, όσο κι αν με πονάει αυτή η συνειδητοποίηση. Αργότερα, όταν σου ζήτησα να το συζητήσουμε –αφού σύντομα θα έφευγες απ’ τη χώρα για να σπουδάσεις– έπρεπε να ξέρω τι είμαστε και τι θα απογίνουμε.

Η συζήτηση, όμως, δεν αναπτύχθηκε όπως ανέμενα και με έφερε σε ακόμη δυσκολότερη θέση. Μου είπες πως δε γνωρίζεις τι είμαστε και τι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Δε μου είπες καν πως με νοιάζεσαι ούτε αν ήμουν σημαντική για σένα. Μου είπες απλά πως με θέλεις στη ζωή σου και πως δεν ξέρεις αν θα μπορούμε να λειτουργήσουμε μαζί. Εκείνη τη νύχτα δεν είπα κάτι περισσότερο. Σε άφησα να το σκεφτείς. Εγώ στο ζήτησα, ήθελα να ξέρω πως δε θα πάρεις μια βιαστική και παρορμητική απόφαση, αλλά περισσότερο το έκανα για εμένα.

Ήθελα να δω αν θα μπορέσω μακριά σου. Η αλήθεια είναι πως καλά τα κατάφερα. Μετά από λίγες μέρες έφυγες. Τα μηνύματά μας όλο και μειώνονταν, ο πόνος όμως όχι. Μου έλειπες αφάνταστα, αλλά ήξερα πως με δηλητηρίαζες. Δεν ήμουν καλά κοντά σου, αλλά ούτε μακριά σου. Γι’ αυτό πήρα το ρίσκο να κόψουμε κάθε επαφή. Πέρασα αδιάφορα βράδια, γεμάτα θλίψη και θυμό. Έκανα πως δε νοιαζόμουν κι ας πέθαινα μέσα μου.

Σύντομα επέστρεψες. Δεν ήμουν εγώ που πήγα στο αεροδρόμιο να σε υποδεχτώ. Καλύτερα, για μένα. Ήρθες πίσω και δε μιλήσαμε. Γνώριζα την παγίδα που έκρυβε ακόμα μια συνομιλία μαζί σου. Φοβόμουν πως θα έπεφτα ξανά. Πήγαινα στα μέρη που πηγαίναμε μαζί, που ήξερα πως συχνάζεις. Θαύμα που δε σε πέτυχα πουθενά. Ήταν λες κι η μοίρα ήξερε πως δεν έπρεπε να σε ξαναδώ.

Μέχρι που μια ννύχτα σε είδα τυχαία, ήρθα και σου μίλησα, να δω πώς είσαι τι κάνεις. Μια χαρά ήσουν. Με κοίταγες στα μάτια και διάβασα όλα όσα δεν μπορούσες να μου πεις. Το έβλεπα και με πόναγε, έβλεπα πόσο πολύ ήθελες να με αγκαλιάσεις, το ένιωθα κι ας μην είπα τίποτα. Έτσι, απομακρύνθηκα εκείνη τη νύχτα και δεν ξαναμιλήσαμε από τότε.

Απλώς θέλω να ξέρεις πως τώρα είμαι καλά. Δεν μπορώ να σου πω πως ξυπνάω και δε σε σκέφτομαι, δεν μπορώ να σου πω πως όποτε χτυπάει το τηλέφωνό μου δεν εύχομαι να γράφει το όνομά σου, δεν μπορώ να σου πω πως ακόμα και τα ρούχα μου δε μου θυμίζουν εσένα. Δε σε ξέχασα, αλλά σε ξεπέρασα. Κι είμαι καλά τώρα, το εννοώ.

Ξέρω πως μαθαίνεις τα νέα μου, είτε από τους φίλους σου είτε από αλλού. Κι εγώ μαθαίνω τα δικά σου κάποτε. Χαίρομαι να ξέρω πως είσαι καλά. Αλλά, σε παρακαλώ. Μόνο μια τελευταία χάρη. Άσε με να φύγω. Άσε με να απελευθερωθώ ολοκληρωτικά από εσένα, το έχω ανάγκη.

Σε παρακαλώ, μη με ξαναψάξεις, μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο και μη μου στείλεις ξανά ένα ακόμη μεθυσμένο μήνυμα. Σε παρακαλώ, φύγε απ’ τη σκέψη μου και μην ξαναγυρίσεις, κατοικεί κάποιος άλλος εκεί τώρα. Και δεν του αρέσει όταν η πόρτα είναι κλειστή. Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω από εσένα.

 

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη