Χθες βράδυ, που είχα πάει να γίνω φέσι υπό τις μελωδίες των Manowar, βρέθηκα και πάλι μπροστά σε μια κατάσταση, από αυτές που με συναρπάζουν – όσο με συναρπάζει, ας πούμε, η μουσική των οδοντιατρείων, κι η μελέτη βουστροφηδόν γραφών, με ιδιαίτερη αδυναμία στα Σανσκριτικά.

Το υποκείμενο της βραδιάς, από τους τύπους που θυμίζουν δυστύχημα στην Κακιά Σκάλα· τραγικοί, αλλά αναμενόμενοι. Εκείνους που όταν τους βλέπεις σε κάνουν να εύχεσαι ό,τι και για την οικονομική κρίση· «Θεέ μου, κάνε να περάσει και να φύγει». Εκείνους, που σου φέρνουν στο μυαλό την φάτσα του Gosling· ήπιοι, καλοφτιαγμένοι, κι ακόμα κι έτσι, αντιπαθητικοί.

Προφανώς είχε φράγκα και νταλκάδες. Βαρύ αγόρι, σκάει με τις στάμπες και τις ετικέτες του στο μεταλόμπαρο (φάουλ ένα, κίτρινη κάρτα), και περιμένει να συγκεντρώσει τα βλέμματα. Πατάει μια, δυο, τρεις, με βήμα ζεϊμπέκικου ΔΑΠίτικου, με κάτι καλογυαλισμένες Βέρμαχτ να αντανακλούν μια σιλουέτα που δουλεύει, διετία τουλάχιστον, στα γυμναστήρια.

Πιάνει το σκαμπό δίπλα μου, το σέρνει από κάτω του –ο τύπος μιλάμε δε συμβιβάζεται, ούτε με τα καθίσματα– και κοιτά με βλέμμα αινιγματικό την μπαργούμαν. Όμορφη και μεταλού, αυτή κι άλλες δυο θα είναι στον πλανήτη όλο. Η κοπέλα βρίσκεται στο τέλος της βάρδιας της, και, φυσικά, ιδιαίτερες καούρες δεν έχει ν’ ασχοληθεί, ακόμα κι αφού ο αδερφός ξεσκέπασε το Omega στον καρπό, αφήνοντας το αριστερό του, δήθεν τυχαία, να πέσει στην μπάρα.

Αναστενάζει μια, δυο, κι η μπαργούμαν ακόμα να τρίβει την πίντα του προηγούμενου αλκοολικού. Καμιά όρεξη ακόμα, σε μισή ώρα θα τρώει πίτσα με τον γκόμενο – κι όχι μόνο, αν ήμουν στην θέση του.

Αλλά αυτός πρέπει να μας την πει την ιστορία του, ακόμα κι αν δεν θέλουμε να την ακούσουμε. Μισοκλείνει τα μάτια αλά James Franco, κι, όπως γυρνά την πλάτη της για να σερβίρει, τη ρωτά: «Σου έχουν ραγίσει ποτέ την καρδιά;»

Έχει είκοσι λεπτά πριν φύγει, οπότε, για ν’ αποφύγει την συζήτηση, του απαντά «ναι», νομίζοντας ότι θα συνεχίσει τη ζωή της ήρεμη. «Τότε καταλαβαίνεις…» πάει να συμπεράνει ο άλλος, κι έχω αρχίσει ήδη ν’ ανακατεύομαι, γιατί ξέρω τι ακολουθεί.

«Ερχόμασταν εδώ με την κοπέλα μου, κάθε μέρα σχεδόν» συνέχισε, με την κατάθλιψη του αστυνόμου Θεοχάρη πάντα. «Κάθε μέρα την κερνούσα μια μπύρα, και μετά γυρνούσαμε σπίτι μου. (καλά τα λες, γιατί τα λες;). Και τώρα με χώρισε (γεια σου, κοριτσάρα μου). Εμένα (το εμπεδώσαμε)! Που της έκανα τόσα δώρα (αλλιώς σιγά μη σου καθόταν). Που της έδωσα την καρδιά μου (και κάτι ακόμα, μα δεν είναι της παρούσης).

Όλες καριόλες είστε.»

Ένευσε η μπαργούμαν με κατανόηση – προς τα πίσω τραπέζια, κάποιος είχε ζητήσει λογαριασμό. Ευτυχώς, το καρντάσι κατάλαβε πως ανταπόκριση δεν παίζει, πήρε το δερμάτινο και το Iphone του, κι αποχώρησε.

Κάπου εδώ είναι που σκέφτομαι «μήπως είμαι υπερβολικά σκληρός μαζί του; Μήπως το παιδί πονά; Μήπως είμαι ένας κοινός κάφρος;»

Αλλά το πρόβλημα δεν είναι στο ότι πονά, όλοι πληγωθήκαμε κάποτε. Το θέμα είναι ότι προσπαθεί να μας μοστράρει την θλίψη του για στιλιστική επιλογή. Δεν μ’ ενοχλεί η στενοχώρια του. Μ’ ενοχλεί που θέλει να είναι «στενοχωρημένος». Ο γνωστός «στενοχωρημένος», που παίρνει σβάρνα τα παρακμιακά μπαρ, και κατεβάζει το ποτό του, κοιτώντας σταθερά τον τοίχο. Προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή με τη θλιβερή σαν απουσία παρουσία του, με την ακεφιά του.

Κι ενίοτε τα καταφέρνει. Βλέπεις, πολλές γυναίκες, εγκεφαλικές κυρίως, θεωρούν πως αυτοί οι τύποι δεν μιλάνε, γιατί έχουν να σκεφτούν κάτι καλύτερο.

Το γεγονός πως εσύ είσαι έξυπνη, κούκλα μου, δεν σημαίνει πως κι όλοι οι άλλοι είναι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μιλούν, γιατί είναι ηλίθιοι. Δεν φοβούνται μην λερώσουν το στόμα τους μαζί σου, απλώς, αν το ανοίξουν, το μόνο που θα βγει είναι «duh».

Δεν έχω θέμα με όσους προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή – τι διάολο, πέρασα 580 λέξεις φτύνοντας συνειρμικά αστεία για να σε κρατήσω. Είναι φυσιολογικό να θες να είσαι κάτω από τα φώτα, και ν’ αγαπάς τον εαυτό σου λίγο παραπάνω. Λέγεται αλαζονεία. Όλοι την έχουν σ’ έναν βαθμό. Κι έχουν δικαίωμα να την έχουν, αρκεί να βασίζεται στην πραγματικότητα.

Αν θες να τραβήξεις την προσοχή, μπορείς να το κάνεις κάνοντας μια βλακεία ή μιλώντας ασύστολα για τον εαυτό σου και τα επιτεύγματά Του. Μπορεί να μην είναι ό,τι πιο ευγενικό ή καλαίσθητο, αλλά, τουλάχιστον, είναι ειλικρινές. Δεν υιοθετείς ετοιμοπαράδοτες πόζες, και δεν μας πουλάς τα προσωπικά σου για αισθητική επιλογή.

Στην τελική, κανείς δεν νοιάζεται για τα προσωπικά σου. Κι η απουσία σου δεν γίνεται αισθητή, αν δεν προηγηθεί η παρουσία σου. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα θες να συγκεντρώσεις το ενδιαφέρον ενός μαγαζιού, πες κατευθείαν το πρόβλημά σου, ή ξεκίνα να φλυαρείς στο πώς απέκτησες τα φράγκα σου – σίγουρα, οι πιο πολλοί θα σε διαολοστείλουμε, μα τουλάχιστον θα σε θυμόμαστε. Θα έχεις την προσοχή μας.

Αυτή είναι μία άποψη, βέβαια, κι όχι απαραίτητα η σωστή. Γι’ αυτό και δεν την εξέφρασα μπροστά στον πληγωμένο φίλο μας.

Κατέβασα την μπύρα μου μονορούφι και την έπεσα γλοιωδώς στην μπαργούμαν.

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος