Απόψε, μετά από πολύ καιρό, σε περίμενα στο μπαρ που συχνάζεις  με ένα ποτό στο χέρι κι ένα πακέτο με τσιγάρα που το ένα καιγόταν μετά το άλλο κι ο καπνός δε με άφηνε να αναπνεύσω. Δε φάνηκες όμως όσες ώρες κι εάν έκατσα, κι ας έγινα λιώμα, κι ας έβραζε το μέσα μου απ’ τον καπνό.

Γύρισα μόνη σπίτι, ξάπλωσα με τα ρούχα στον καναπέ, όλα γύριζαν κι εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ για ποιο λόγο γύρισα πάλι πίσω κι ήρθα να σε βρω. Έμεινα μόνη μέσα στα σκοτάδια να σκέφτομαι τις στιγμές μας, όσα περάσαμε μαζί.

Όχι, μη φοβάσαι, δε θα μπω σε λεπτομέρειες, ξέρω ότι τα θυμάσαι όλα τόσο καλά κι ας προχώρησες τη ζωή σου, όπως έκανα κι εγώ άλλωστε. Αναρωτιέμαι πού να ‘σαι τώρα, τι να κάνεις, τι να φόρας και τι να σκέφτεσαι. Εμένα με σκέφτεσαι άραγε καθόλου; Μέσα στη ζάλη μου αποφάσισα να σε πάρω και να σου πω τι νιώθω τόσο καιρό μετά το χωρισμό μας, το έκλεισα όμως γρήγορα, δεν ήθελα να με ακούσεις έτσι, δεν ήθελα να ξεφτιλιστώ στα μάτια σου. Πάει καιρός, βλέπεις, απ’ την τελευταία φορά που σε είδα με τον καινούργιο έρωτα. Ξέρω ότι είσαι καλά, δε θέλω ούτε να σου δημιουργήσω προβλήματα ούτε να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Γιατί να το κάνω αυτό άλλωστε;  Τι έχω να κερδίσω;

Δε γυρίζει ο χρόνος πίσω ούτε και τα συναισθήματα. Ξέρεις κι εγώ προχώρησα, γνώρισα καινούργιους έρωτες, έκανα  βήματα, αλλά σήμερα ο δρόμος με έφερε στα μέρη σου κι είπα να μπω στο αγαπημένο σου μπαρ να πιω ένα  ποτό μπας και σε δω. Δεν ήσουν όμως.

Καλύτερα, βέβαια, που δε σε είδα, ξέρω ούτε θα μιλάγαμε πλέον. Καταλαβαίνω και το βρίσκω απόλυτα λογικό. Την τελευταίο φορά που με πήρες τηλέφωνο κι έκλαιγες σου είπα πως δε θέλω καμία επαφή πλέον μαζί σου και το εννοούσα. Όχι, γιατί δε σ’ αγαπώ, όχι γιατί δε μου λείπεις, όχι, γιατί έπαψες να είσαι ο άνθρωπός μου, αλλά έβλεπα να καταστρεφόμαστε μαζί, να παρασέρνει ο ένας τον άλλον και σιγά-σιγά θα χαλούσαμε ό,τι ωραίο είχαμε ζήσει.

Σήμερα, όμως ήρθες στο μυαλό μου κι ενώ ήξερα μέσα μου ότι σε έχω βγάλει για τα καλά πλέον απ’ τη ζωή  μου συνειδητοποίησα ότι όσο και να προσπαθούσα ο λόγος που δεν έφευγες ήταν γιατί πολύ απλά δεν ήθελα. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσα, βρήκα εύκολα συντροφιά για το κρεβάτι μου και πολλοί ίσως να πληρούσαν τις προϋποθέσεις μου για την ιδανική σχέση. Ήξερα όμως τη δίκια σου θέση στη ζωή μου και την προστάτευα σαν τα μάτια μου, δεν άφηνα κανέναν να την ακουμπήσει ούτε καν να προσπαθήσει. Αυτή ανήκε μόνο σε σένα, κι ήταν μόνο για σένα, δε θα υπήρχε κανένας να σε αντικαταστήσει όσο κι αν το ήθελαν.

Άφηνα συνειδητά  ένα κενό μέσα στην καρδιά μου, που δε γέμιζε κανείς γιατί ήξερα ότι αυτό ήταν αποκλείστηκα για σένα. Και τι να εξηγήσω σε αυτούς που με έβλεπαν να παραλογίζομαι ώρες-ώρες, να χάνομαι στις σκέψεις μου, να δυναμώνω το ράδιο στο τραγούδι μας και μη δίνω σημασία στο τι μου λένε;

Ήξερα ότι αποτελείς κομμάτι του εαυτού μου, ότι το καλύτερο εγώ μου έχει πάνω τα σημάδια σου. Τι σημασία έχει τώρα που δε μιλάμε; Είμαι καλά εδώ και καιρό, έχουν αλλάξει πολλά στη ζωή μου που δεν ξέρεις. Μάλλον τα ξέρεις,  αλλά όχι από έμενα. Ξέρω ότι όταν περνάς απ’ τα μέρη μου νιώθεις ένα σφίξιμο. Να ξέρεις ότι τα έχω  κρατήσει όλα μέσα μου, όχι γιατί δεν μπόρεσα να τα πετάξω, αλλά γιατί ποτέ δε θέλησα. Ήσουν και θα είσαι κάτι ξεχωριστό για έμενα κι αυτό γιατί θέλω εγώ να είσαι.

Είμαι καλά εδώ και καιρό, απλά σήμερα σε θυμήθηκα.

Συντάκτης: Άννα Τζαβίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη