Μύκονος∙ ένας προορισμός, αμέτρητα συναισθήματά. Ακούγονται γι’ αυτήν πολλά. Για κάποιους, όμως, σημαίνει σπίτι και καταφύγιο.

Στην πρώτη σας γνωριμία θα την ερωτευτείς. Έρωτας με την πρώτη ματιά που λένε. Ο αέρας της θα σε κινητοποιήσει και θα σε οδηγήσει στα υπέροχα σοκάκια της. Θα σου φτιάξει τη μέρα σου, ακόμη και στις βροχερές της με πολύ αέρα διαθέσεις της. Γιατί το λευκό που την κατακλύζει και το γαλάζιο της θάλασσας σε συνδυασμό με τα τόσα αρώματα, αντανακλά στην ψυχή σου μια γαλήνη, που μοιάζει με ευτυχία ευτυχία.

Καθώς περπατάς και την ανακαλύπτεις μυρίζεις τη θάλασσα, γεύεσαι τον ήλιο και σαφώς αν θες να ξαποστάσεις έχει τόσα ενδιαφέροντα σημεία τόσο στη χώρα, την καρδιά του νησιού, όσο κι εκτός.

Πέρα απ’ τα γκουρμέ εστιατόρια, θα βρεις ακόμη τα παραδοσιακά, που σερβίρουν λιχουδιές με νοστιμιά και χαμόγελο. Θα γευθείς την τυροβολιά, την κοπανιστή κι άλλα πολλά όπως και τα περίφημα μυκονιάτικα ραφιόλια.

Πέρνα κι απ’ τη μικρή Βενετία να ανοίξει το μάτι σου με τους όμορφους μύλους και τη θάλασσα που βρίσκεσαι σε απόσταση αναπνοής απ’ όποιο μαγαζί κι αν επιλέξεις να κάτσεις. Αν βέβαια έχει και βοριά ίσως σε χαϊδέψει λίγο το νερό.

Η ομορφιά της, όμως, δε βρίσκεται μόνο στο όμορφο φυσικό τοπίο. Δεν κάνουν τη Μύκονο μόνο τα σοκάκια κι η νυχτερινή της ζωή. Πέρα απ’ το επιβλητικό γαλανόλευκο, η γοητεία της είναι αλλού.

Είναι οι άνθρωποί της, που την αγαπάνε και τη φροντίζουν χειμώνα-καλοκαίρι. Εκείνοι που παρά την ανάμειξή τους και τη συνύπαρξή τους με τόσους λαούς και ξένες παραδόσεις, ακόμη και τώρα που το νησί έχει υιοθετήσει ένα πιο διεθνές ύφος –τόσο σε νοοτροπία όσο και σε συμπεριφορά– κρατάνε ακόμη ζωντανή την ιστορία του τόπου μας και τις παραδόσεις μας.

Μεγάλοι μεταβιβάζουν στους μικρούς την αξία της διατήρησης των παραδόσεων. Γιατί, πέρα απ’ τους ανθρώπους, αυτές κρατούν ζωντανό έναν τόπο. Διαφορετικά, με τόσο κόσμο και τόσο τουρισμό θα είχε χάσει το χαρακτήρα της. Αυτός είναι κι ο λόγος που την επιλέγουν, γιατί διατηρεί πάντα την ιδιαιτερότητά της.

Παρ’ όλο που οι περισσότεροι ασχολούνται επαγγελματικά με άλλο κλάδο, σχεδόν όλοι διδάχθηκαν τον τρόπο παρασκευής παραδοσιακών τόσο τυριών κι αλλαντικών αλλά και μουσικών οργάνων. Ώστε κάποια στιγμή, αν χρειαστεί, να αναλάβουν τα καθήκοντα των παλαιών κι η ιστορία του τόπου να συνεχιστεί αναλλοίωτη.

Στο διάβα σου σίγουρα θα συνανυήσεις κρεοπωλεία και κρεμασμένη την υπέροχη τοπική Λούτζα (λούζα), που αρτύζεται μόνο με μπαχάρι και θρούμπι. Γεύση που δεν έχει ξαναγνωρίσει ο ουρανίσκος σου. Μια μπουκιά και γεύεσαι τη θάλασσα.

Παλιότερα, αν έκανες μια πολύ πρωινή βόλτα θα συναντούσες τη σπουδαία μυκονιάτικη ψαραγορά, κάτω στο γυαλί. Μύριζες αμέσως το φρέσκο ψάρι. Μυρωδιά που δεν ήταν καθόλου ενοχλητική για την όσφρησή σου, μόνο σε παρακινούσε για ούζο και μεζέ. Οι ψαράδες δε, πάντα πρόθυμοι να σε βοηθήσουν να κάνεις την καλύτερη επιλογή.

Κάπου, σε κάποιο καφενείο, θα συναντήσεις έναν ηλικιωμένο Μυκονιάτη με μια σαμπούνα και τουμπάκι (τοπικά παραδοσιακά όργανα) να παίζει για τους φίλους του και να τραγουδάνε μυκονιάτικα τραγούδια με τη συνοδεία τσικουδιάς. Ίσως τους πετύχεις ακόμη και τώρα, να μαθαίνουν στους νεότερους την τέχνη, όχι μόνο να παίζουν αλλά και να φτιάχνουν μόνοι τους αυτά τα όργανα. Χειροποίητα, κατασκευασμένα με αγάπη για να συνοδεύουν τα γλέντια μας με όμορφα ακούσματα.

Κάποιοι απ’ τους σπουδαίους μουσικούς μας των οργάνων αυτών είναι ο θρύλος Μιχάλης Κουνάνης «Μπαμπέλης», ο Δημήτρης Κουκάς , ο Λευτέρης Σικινιώτης «Καντενάσος» σε ζυγιά με τον Γιάννη «Ρήγα» Ασημομύτη.

Τα πανηγύρια στο νησί παν κι έρχονται. Δε μένει κανένα παραπονεμένο. Άφθονο φαΐ με ποτό και μουσική με τα παραδοσιακά της όργανα να συνοδεύουν το γλέντι, σαμπούνα και τουμπάκι, κάνουν ακόμη και τις πέτρες να τραγουδούν.  Ευπρόσδεκτοι είναι όλοι. Οι ντόπιοι, οι άγνωστοι τουρίστες, τα παιδιά που ήρθαν για το μεροκάματο της σεζόν, ακόμη και τα αδέσποτα ζωντανά που πάντα κάποιος θα τα ταΐσει. Όλοι είναι καλοδεχούμενοι, εδώ θα βρεις την πιο ζεστή φιλοξενία, αφού όλοι γίνονται ένα.

Δυστυχώς, όμως, δεν έχει προβληθεί ποτέ αυτή η πλευρά του ξενυχτιού –ίσως τα πανηγύρια να μη θεωρούνται in και high class. Σπάνια αναδεικνύεται η πλευρά της που δεν περιλαμβάνει φημισμένα μπαράκια για να ξενυχτήσεις, αλλά το προαύλιο της εκκλησίας και μια παρέα-οικογένεια γύρω. Να μεθάς πρώτα απ’ τα γέλια και το χορό κι έπειτα απ’ αλκοόλ. Έτσι είναι τα γλέντια κι η Μύκονος τ’ αγαπά κι ας μην έχει διαφημιστεί η πλευρά της που μπορείς να περάσεις καλά και με ελάχιστα χρήματα.

Στο νησί των ανέμων, βέβαια, θα συναντήσεις κι όμορφες παραλίες. Κάποιες είναι υπερφημισμένες και πνίγονται από κόσμο, άλλες λιγότερο διάσημες που το μόνο που φωνάζουν είναι ηρεμία. Αυτές τις αγαπάμε. Εκεί που δε χρειάζεται να πληρώσεις ξαπλώστρα. Θες μόνο την πετσέτα σου, τους φίλους σου, άντε και τα φλαμίνγκο σας και ξεκίνα βουτιές ξεγνοιασιάς. Ίσως βρείτε καμιά παρέα με κιθάρα να τραγουδήσετε παρέα.

Κάπου τριγύρω υπάρχουν και ταβερνάκια με καλύτερες τιμές, ειδικά αν είστε ευγενικοί. Γιατί η ευγένεια, το χαμόγελο κι η όμορφη τρέλα, στον τόπο αυτό, εκτιμούνται.

Στη Μύκονο προχωράς στους δρόμους της ανέμελα, είσαι ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, ο πραγματικός εαυτός σου. Κανείς δε θα σε κρίνει. Εδώ θέλουμε να αισθάνεσαι σπίτι σου. Γιατί χρόνια πριν γίνει ξακουστή, όταν άλλοι τόποι δεν αγκάλιαζαν το διαφορετικό –ό,τι κι αν ήταν αυτό– έβρισκε καταφύγιο στο νησί των ανέμων. Ένα νησί που είναι όλο πέτρα κι όμως, μαζί τους, άνθισε κι αυτό.

Η Μύκονος υπάρχει για να φιλοξενήσει το διαφορετικό, το «ξένο», που άλλοι φοβήθηκαν να αγαπήσουν. Για να σε κάνει νιώσεις ελεύθερος, να πιστεύεις σε σένα. Να είσαι αυτό που είσαι και να κοιτάς μπροστά με αισιοδοξία.

Αποδεικνύει πως ακόμη κι αν αντιμετωπίζεις δυσκολίες, θα έρθει η ώρα σου να λάμψεις. Γιατί πριν από όλο αυτόν τον ντόρο που έχει δημιουργηθεί σήμερα γύρω απ’ το όνομά της, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια βραχονησίδα , χωρίς ρεύμα και τους Μυκονιάτες να παλεύουν με τον αγρό και τα ζωντανά για να ζήσουν.

Όπως εκείνη δεν αφήνει τίποτα να την πτοήσει, κανένα αρνητικό σχόλιο δημοσιογράφου και συνεχίζει ακάθεκτη το δρόμο της δόξας, έτσι πρέπει να πορεύεται κι ο κάθε άνθρωπος. Στη Μύκονο έχεις ένα δεύτερο χωριό που θα γεμίσει την ψυχή σου με αυτοπεποίθηση κι αγάπη. Στη μυκονιάτικη διάλεκτο «χωριό» σημαίνει τόπος και όχι απλά ένα οικισμός.

Τι σημαίνει Μύκονος; «Σπίτι», λέει ο Γιώργος. «Ζεστασιά στις κρύες μου μέρες», λέει η Κωνσταντίνα. «Καταφύγιο απ’ τους κομπλεξικούς και τα στερεότυπα», λέει ο Χάρης. «Απελευθέρωση απ’ την άσχημη πραγματικότητα που έχουμε φτιάξει εμείς οι ίδιοι κι ευκαιρία να χτίσεις καινούργια», λέει η Κατερίνα. «Η δική μου φούσκα που δεν μπορεί να τη σπάσει κανείς», λέει η Δήμητρα. «Ζωή», λέει ο Αμίρ. «Το μόνο μέρος που μπορείς να δουλεύεις και να διασκεδάζεις παράλληλα», λέει η Σίντι. «Ένας επίγειος παράδεισος», λέει ο Λεοντής. «Ελευθερία κι αγάπη» λένε ο Κώστας κι ο Στέφανος.

Μύκονος είναι να δέχεσαι όλους τους ανθρώπους, όπως ακριβώς είναι. Είναι η ιστορία, τα έθιμα κι οι άνθρωποί της. Όχι μόνο το ξεφάντωμα στο Πλιντρί, με τα φημισμένα μαγαζιά. Έλα να δεις την άλλη Μύκονο, να πιούμε στα πανηγύρια κρασί από κουντούρες (μαύρα στυφά σταφύλια) και να φάμε μελόπιτα (γλυκιά τυρόπιτα με μέλι και κανέλα και τυροβολιά, μαλακό μυκονιάτικο τυρί) . Να δοκιμάσεις κι άλλα παραδοσιακά πιάτα όπως σκορδομπάλοτα (σπιτικό ζυμαρικό, από ζυμάρι πλασμένο σε μακριά κυλινδρικά κομμάτια, «σκουλήκια», που βράζονται και σερβίρονται με σάλτσα ντομάτας, σκόρδο και τυρί).

Έλα, γιατί ο τόπος αυτός δεν είναι μόνο ό,τι φαίνεται!

Συντάκτης: Ασημίνα Καποράλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη