«Σ’ αγαπάω»∙ μία φράση τόση δα που όμως σημαίνει πάρα πολλά. Σε κάθε χώρα συλλαβίζεται και προφέρεται αλλιώς, όμως πάνω-κάτω εννοεί παντού το ίδιο. Το λες σ’ έναν άνθρωπο, δηλαδή, που θεωρείς δικό σου, που σου εμπνέει θετικά συναισθήματα, που τον αισθάνεσαι κοντά σου τόσο ψυχικά όσο και νοητικά. Σε κάποιον που ποθείς, που πονάς, που νοιάζεσαι, σ’ αυτόν που αγαπάς. Υπάρχει, ωστόσο, μια φυλή που χρησιμοποιεί μια φράση που διαφοροποιεί αρκετά το νόημα ενός συνηθισμένου «σ’ αγαπώ».

Αν, όμως, της δώσεις χρόνο και την παρατηρήσεις, όπως ακριβώς κάνεις και μ’ ένα έργο τέχνης, θα καταλάβεις πως με μια φράση είπε με ειλικρίνεια ακριβώς ό,τι θέλει να πει κάποιος όταν σου φωνάζει ότι σ’ αγαπά, στο βαθύτερο νόημά του βέβαια. Δε θα μπορούσε, επομένως, να έχει ειπωθεί καλύτερα.

Υπάρχει μια φυλή Ινδιάνων, λοιπόν, οι Γιανομάμι του Αμαζονίου, που όταν θέλουν να πουν «Σ’ αγαπώ» λένε «Για πίχι ιρακέμα». Κάτι που μεταφράζεται ως «έχω μολυνθεί απ’ το είναι σου» . Μία φράση που με μια γρήγορη ματιά δεν κατανοείς τόσο το περιεχόμενό της. Αν όμως την αναλύσεις θα τη νιώσεις και τότε θα καταλάβεις.

Ίσως θέλουν να δείξουν ότι θα σ’ αγαπήσουν τόσο πολύ, ξέρουν όμως ότι μπορεί να πληγωθούν από όλο αυτό. Ίσως το λένε μόλυνση, γιατί για να αγαπήσεις το είναι του άλλου σημαίνει πως τον αποδέχεσαι με όλα τα αρνητικά του κι άρα κατοικεί μέσα σου όπως ένα παθογόνο μικρόβιο, το οποίο βέβαια σίγουρα θα έχει επιπτώσεις για τον οργανισμό σου. Τόσο μεγάλη αγάπη κι άλλο τόσο μεγάλος ο πόνος. Μια φράση που ίσως, λοιπόν, να αποτελεί προοικονομία.

Όταν λες σε έναν άνθρωπο ότι έχει μπει στο είναι σου, του παραχωρείς κομμάτια του εαυτού σου. Έχεις γίνει ολοκληρωτικά δικός του, σκέψεις κι επιθυμίες κοινές. Έχετε γίνει ένα. Έχει εισχωρήσει ο ένας μέσα στον άλλο τόσο νοητικά και ψυχικά που πλέον είστε δύο άνθρωποι σε ένα σώμα. Είναι απίστευτο πώς μπορεί να γνωρίσουμε κάποιον και να τον αφήσουμε να μας αγγίξει τόσο και να ασκήσει τόση επιρροή πάνω μας. Βέβαια κι εκείνος από πλευράς του να αφήσει εμάς να κάνουμε το ίδιο, ώστε να αγαπηθούμε αμοιβαία και σε απόλυτο βαθμό.

Είναι τόσο μοναδικά όμορφο το πώς με έναν άνθρωπο που δε γνωρίζεις, μπορείς να αισθανθείς τέτοιου είδους χημεία κι ηλεκτρισμό. Ύστερα θα δημιουργηθεί μια τέτοιου είδους σύνδεση που θα γίνει ο ένας για τον άλλον ο κατάλληλος «ξενιστής», ώστε να διεισδύσει το μικρόβιο εν ονόματι αγάπη και να ζήσει μέσα μας. Αυτό θα το καταφέρει αν ξεπεράσει τις άμυνες του οργανισμού, άρα και τις συναισθηματικές άμυνες κάθε ανθρώπου. Σαν μια είδους μόλυνση η αγάπη, ένας εξωτερικός οργανισμός που μπαίνει μέσα μας, μας διαταράσσει κι ίσως μας κάνει να ασθενήσουμε.

«Έχω μολυνθεί απ’ το είναι σου», λοιπόν. Έχεις μπει μέσα μου σαν ένα μικρόβιο. Ζεις παρασιτικά ή συμβιωτικά στο δικό μου σώμα. Σε νιώθω, σε πονάω, σε προσέχω, σε λατρεύω. Μια αγάπη που μας αρρωσταίνει και μας πονά. Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος από εκείνον της ψυχής. Σαν να έχεις κάτι που σε τρώει από μέσα κι είναι δύσκολο να το αποβάλεις για να γιατρευτείς. Διότι δε σημαίνει ότι άπαξ κι έχετε δεθεί τόσο πολύ και τόσο έντονα όλα θα είναι ρόδινα. Αν ο άλλος επιλέξει για διάφορους λόγους να φύγει θα ξεριζώσει το είναι του από μέσα σου αποχωρώντας κι αυτό θα πονέσει.

Έτσι, εσύ τώρα πρέπει να κλείσεις την πληγή. Πρέπει να γιατρευτείς απ’ τη μόλυνση που σου προκάλεσε η είσοδος (κι η έξοδος) ενός ανθρώπου στη ζωή και τη σκέψη σου, κάποιου που άφησες να κατοικεί μέσα σου και που φεύγοντας άφησε συμπτώματα σωματικού πόνου και συναισθηματικής νοσταλγίας. Ίσως όσο διήρκεσε η αγάπη αυτή να ήταν μια περίοδος επώασης του μικροβίου και τώρα που έφυγε να εμφανίστηκαν τα συμπτώματα.

Συντάκτης: Ασημίνα Καποράλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη