Ένας απ’ τους λόγους που ντόπιοι κι επισκέπτες ερωτεύονται την Αθήνα είναι για την ομορφιά του κέντρου, το ρομαντισμό που ακόμη αιωρείται πάνω απ’ την Πλάκα, την αυθεντικότητα του Θησείου και την πολυπολιτισμικότητα της πλατείας Μοναστηρακίου.  Μια βόλτα σε ‘κείνα τα λημέρια και σου μυρίζει έρωτας από εκείνους, ξέρεις, τους παλιούς. Τους έρωτες που διαβάζεις ακόμη στα βιβλία και χαζεύεις στις ασπρόμαυρες ταινίες.

Δε γίνεται να μην έχεις περιπλανηθεί στα στενάκια τους, ειδικά τη νύχτα, και να μη γεύτηκες λίγο απ’ τον ερωτισμό τους, την επανάσταση, την ξεγνοιασιά. Τα γραφικά σοκάκια της Πλάκας θα σε ταξιδέψουν στο χρόνο, θα σε ηρεμήσουν, θα σε κάνουν να ξεχάσεις μα και να θυμηθείς αγάπες παλιές. Γιατί όχι, ίσως εκεί να βρεις και μια καινούργια.

Γύρω σου παντού όλα φωνάζουν τέχνη, οι πλανόδιοι καλλιτέχνες, τα νεοκλασικά κτήρια, ακόμα και τα κάδρα κι ο καναπές που θα αράξεις για να πιεις τον καφέ σου, σε ένα από ‘κείνα τα μικρά vintage μαγαζάκια, που δεν έχασαν ποτέ την ατμοσφαιρικότητα και το χαρακτήρα τους.

Άλλος αέρας σε ‘κείνο το νοητό τρίγωνο, θυμίζει μια Αθήνα αλλιώτικη, τόσο δική σου και τόσο ελεύθερη. Εκεί αισθάνεσαι οικεία, σπίτι σου. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου και την παρέα σου σε μια παλιά μονοκατοικία με τζάκι και θέα στην Ακρόπολη, να γελάτε μια βροχερή μέρα, με κρασί κι επιτραπέζια. Κουβαλά μια αίγλη των αυθεντικών καιρών.

Κι έπειτα, πώς να μην ερωτευτείς την Πλάκα με τα γιασεμιά και τους βασιλικούς της; Σαν μια όαση μες στη μεγαλούπολη. Δε θυμίζει σε τίποτα εκείνη την πολύβουη πρωτεύουσα με τα καυσαέρια και τους αυστηρούς τυποποιημένους χώρους. Πίνεις τον καφέ σου σε αυλές, σκαλιά και πεζοδρόμους κι ανοίγει η καρδιά σου.

Μελωδίες μπλεγμένες από ανοιχτά παράθυρα, μικρά καφέ και μουσικούς του δρόμου. Σε κάποιους θα δώσεις χρήματα, σε άλλους ένα χαμόγελο, σε κάθε περίπτωση θα στο ανταποδώσουν με μια αφιέρωση. Κόσμος περνά και χάνεται, μα δεν προσπερνά. Αγκαλιασμένα ζευγάρια, γονείς που κρατούν απ’ το χέρι τα παιδιά τους. Κάποιοι έχουν συγκεκριμένο προορισμό, άλλοι απλώς περιπλανιούνται.

Κάπου στο Θησείο, κάποιοι θα χαζεύουν τον ηλεκτρικό, άλλοι την Ακρόπολη. Κάποιοι θα περιμένουν την παρέα τους κι άλλοι θα την βρουν εκεί. Κάποιοι μοιράζουν τα πρώτα τους φιλιά κι άλλοι χαχανίζουν με φίλους, τρώγοντα παγωτό χωνάκι.

Κι ύστερα, παίζει εκείνη η λατέρνα κι όλα παγώνουν. Νοσταλγία κι αναμνήσεις, πάλι ταξίδι πίσω στο χρόνο. Να ξυπνάς το πρωί και να την ακούς, ή ακόμη καλύτερη να σε ξυπνάει εκείνη. Δύο κούπες καφέ κι αγνάντεμα απ’ το παράθυρο. Σαν παλιά ελληνική ταινία, τόσο ονειρικά. Αυτή η μελωδία διαχρονικά κουβαλά την ίδια αίσθηση, την ίδια νοσταλγική ομορφιά.

Η Πλάκα και το Θησείο θυμίζουν ακόμα παλιούς καιρούς, ρομαντικούς, γνήσιους. Τουρίστες και ντόπιοι μπλέκονται καθημερινά κι έστω και για λίγο χαλαρώνουν ρυθμούς για να απολαύσουν τη μαγεία του σκηνικού. Ένας ερωτισμός που απογειώνεται, ειδικά τη νύχτα.

Κι είναι και το πολυσύχναστο Μοναστηράκι, η καρδιά του κέντρου, το μέρος που αποτελεί την αρχή και το τέλος της βόλτας σου. Εκεί θα συναντήσεις από έφηβους που βγήκαν για το πρώτο τους ραντεβού μέχρι ηλικιωμένα ζευγάρια να περπατούν χέρι-χέρι, ο κύκλος της ζωής. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο κι όλες τις φυλές να συνυπάρχουν, να χαμογελούν, να τραγουδούν παρέα. Κανένα εμπόδιο η διαφορετικότητα, καμία διάκριση, ένα μεγάλο πολυπολιτισμικό πάρτι.

Θα σεργιανίσεις στους πάγκους και τα τουριστικά μαγαζάκια, ρούχα, παπούτσια αξεσουάρ, μπουτίκ ομάδων, όλα θα τα βρεις εκεί γύρω. Στα παλαιοπωλεία στα στενά θα πετύχεις από σπάνιες εκδόσεις ως γραφομηχανές κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς,

Κι αν πεινάσεις; Θα σε οδηγήσει η μυρωδιά. Λιχουδιές είτε κλασικές, είτε που είτε δεν είχες γευτεί ξανά, είτε έψαχνες καιρό κι έπαιζες σπαζοκεφαλιά στα δρομάκια μέχρι να τις βρεις. Αλμυρά, γλυκά, καφέδες, χυμοί κι εκείνες οι ταράτσες που σε περιμένουν για να χορτάσουν και τα μάτια σου πέρα απ’ το στομάχι σου.

Παντού γύρω σου υπάρχει ομορφιά, αρκεί να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά για να την δεις και να την νιώσεις. Καραδοκεί παντού, σε στενά, σε μελωδίες, σε ανθρώπους και κυρίως υπάρχει μέσα μας.

 

Συντάκτης: Ασημίνα Καποράλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη