Ρε, ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα, να κρύβω τα πάντα πίσω από το φόβο ότι θα σε χάσω.

Σήμερα, θα στα πω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Άλλωστε, τόσο καιρό που δε μιλούσα, κατάφερα μήπως τίποτα;

Το ρισκάρω, που λες, και σου λέω ότι σ΄ αγαπώ μιας και αυτό ήθελες να ακούσεις. Εσύ, που είσαι οπαδός της σιωπής χρόνια τώρα, δεν περιμένω καν να μου απαντήσεις. Τη συνέχεια την ξέρω, θα τρέξεις να φύγεις, θα αλλάξεις κουβέντα ή θα κάνεις τον ανίδεο.

Όμως, είμαι η ίδια που πριν λίγο έκανες έρωτα μαζί της. Μη μου πεις ότι ούτε αυτό το θυμάσαι.

Φοβόμουν, ρε βλάκα, για αυτό δε μίλαγα. Στάσου! Σήμερα δε φοβάμαι πια. Θα τα ακούσεις.

Μεγάλη ειρωνεία να φοβάσαι να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ. Δεν είχα τίποτα και ας ήσουν κάθε βράδυ στα όνειρά μου και στη ζάλη από το πρώτο μου τσιγάρο που με επανέφερε στην αλήθεια.

Δεν ήσουν μαζί μου όταν σε σκεφτόμουν, όταν μαγείρευα για εσένα και έστρωνα τραπέζι για δύο, όταν σε αγκάλιαζα τα βράδια, συντροφιά με το λούτρινο που μου είχες χαρίσει. Από υποχρέωση κι εκείνο, μη φανταστείς ότι σκέφτηκα έστω και για μια στιγμή ότι μου το έδωσες για να σε θυμάμαι.

Όμως εγώ το κράτησα και σε θυμόμουν.

Λένε, πως η ζωή είναι στιγμές και μόνο αυτό είχα μαζί σου. Όμως ξέρεις κάτι; Ποτέ δε μου ήταν αρκετές.

Περίεργο έτσι; Να κρύβεσαι πίσω από μάσκες και να σκηνοθετείς της ζωής σου τις αλήθειες μέσα από καθημερινά ψέματα, που ποτέ δε θα λάβουν καμία υπόσταση.

Βλέπεις τα όνειρα που κάνουμε είναι πολύ ισχυρά κι όσο κι αν θέλουμε να τα καταρρίψουμε και να προχωρήσουμε παρακάτω, εκείνα δυναμώνουν και μας εγκλωβίζουν σε ζωές που πιθανόν δε θα ζήσουμε ποτέ.

Ζούσα λοιπόν με αυτά, έχοντας στο μυαλό μου σε εσένα και τη ζωή μου, εγκλωβισμένη στο πουθενά. Για χρόνια στο πουθενά.

Μίσησα τα σαββατόβραδα που ντυνόμουν με ψεύτικες ελπίδες και έβγαινα με το αυτοκίνητο στο κέντρο της Αθήνας σαν τρελή, να σε ψάχνω σε φώτα, ζητιάνους και στολισμένες βιτρίνες.

Όμως εσύ δεν έβγαινες στο κέντρο. Μπορεί να πήγαινες Γλυφάδα, ίσως και Πειραιά. Τι σημασία είχε; Ούτε εκεί θα σε έβρισκα, αφού δεν ήθελες να βρεθείς.

Κάποτε πίστευα ότι εσύ δε βγαίνεις γενικά. Μένεις στο σπίτι να τιμωρείς τον εαυτό σου, με τις αναστολές σου, αυτές που σε κρατάνε μακριά μου.

Αστείο, έτσι;

Έτσι ήθελα να σε δικαιολογήσω κι έτσι σε δικαιολογούσα. Έκρυβα τα προφανές ακόμα και από τον εαυτό μου, για να μην αναγκαστώ να σε απομακρύνω.

Δε τολμούσα καν να σε ρωτήσω πώς περνάς τα Σαββατόβραδα, από φόβο μην πάρω την απάντηση που ήδη ήξερα.

Βλέπεις είχα καταλάβει ότι δε τριγυρίζεις μόνος σου τα βράδια, κι ότι ούτε είσαι τόσο μοναχικός όσο ήθελα να πιστεύω.

Δε κρύβονται ρε αυτά κι ας νόμιζες ότι είμαι κορόιδο. Ερωτευμένη ήμουν, όχι ηλίθια.

Άλλωστε, από μικρή με κυνηγούσε αυτή η περίεργη τύχη κι ατυχία να εμφανίζονται μπροστά μου όσα οι άλλοι θέλουν να κρύψουν. Έτσι λοιπόν έπεσα μπροστά στα περίεργα τηλεφωνήματά σου, στην κοπέλα που την κρατούσες από το χέρι, και της το άφησες μόλις με είδες.

Είχα κάνει ότι δε σε είδα, γιατί αν σου μιλούσα, θα έπρεπε να βάλω τελεία και δε θα το άντεχα.

Δεν ήθελα να σε απομακρύνω, ούτε να σε πιέσω, αφού δεν ανέχεσαι να σε πιέζουν. Οξύμωρο το να αποφεύγεις, να απομακρύνεις κάποιον από τη ζωή σου, όταν εκείνος δεν υπήρξε ποτέ εκεί.

Νόμιζες, πως δεν καταλαβαίνω και ότι γουστάρω το τίποτα που μου προσέφερες. Αυτό σε βόλευε κι αυτό έκανες. Βόλεμα ρε, αυτό σου προσέφερα κι εσύ το απολάμβανες. Όπως απολάμβανες κι εμένα όποτε και όπου ήθελες.

Έχτισα ένα τοίχο στη ζωή μου από ανασφάλεια μη σε χάσω και τελικά κατάφερα να εγκλωβιστώ και να γεμίσω από άλλες μεγαλύτερες ανασφάλειες. Πίστεψα πως επειδή παίζεις εσύ, παίζουν μαζί μου και όλοι άλλοι, έτσι έμεινα να ζω εν λευκώ.

Δεν διεκδίκησα ούτε να σε γνωρίσω πραγματικά. Κι αυτό γιατί αν σε έβλεπα χωρίς την οθόνη προστασίας που σε είχα τοποθετήσει, ίσως να μου περνούσε ο έρωτας. Αν μάθαινα ποιος πραγματικά είσαι, θα έφευγα εγώ.

Όμως εγώ ήθελα τόσο πεισματικά να σε έχω. Όχι, δεν ήμουν εγωίστρια. Θυμωμένη ήμουν για όσα μου είχες κάνει, κι επίσης περίεργη να δω μέχρι πότε θα εκμεταλλεύεσαι την αδυναμία μου.

Έτσι σώπαινα και σωπαίνω τόσο καιρό. Βλέπεις ο φόβος να χάσουμε αυτά που ήδη έχουμε είναι μερικές φορές δυνατότερος των επιθυμιών μας για περισότερα.

Μα τι σου λέω τώρα; Μήπως θα καταλάβεις; Ακόμη και δίκιο να έχω εσύ θα πεις πως φταίω.

Πάντως για την ιστορία, δεν ήθελα τίποτα από αυτά που προσέφερες. Απλά πράγματα ήθελα, καθημερινά. Αλλά βέβαια πώς να χωρέσουν τόσα πολύπλοκα αληθινά στη μίζερη ζωή σου.

Ρε, ξέρεις κάτι;

Δεν σε θεωρούσα καν όμορφο, αλλά αγαπούσα το μυστήριο σου. Δεν μου άρεσες, αλλά σε ερωτεύτηκα. Αυτό ήταν όλο.

Μήπως τελικά το ότι δε σε γνώρισα με έκανε να παγιδευτώ στο γκρίζο σου; Μήπως ήσουν απλά ένα πείσμα μου; Ίσως να είχα ερωτευτεί αυτό που είχα φτιάξει στο μυαλό μου για εσένα.

Στάσου ρε, αυτή τη φορά θα φύγω εγώ, δεν έχω να χάσω τίποτα τώρα.

Τα είπα όλα. Τα λέμε.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά