Εκείνη τη μέρα είχαμε κάπως ξανοιχτεί περισσότερο από άλλες φορές. Μου μιλούσες ακατάπαυστα σε σημείο που μου πετούσες πίσω τις τελείες που σου έριχνα σαν μπαλάκια. Ανακάλυψα πως κι εσύ ένιωθες το ίδιο για μένα. Όμορφη μέρα.

Κι ήτανε σαν να κάποιος μου χάριζε τον ουρανό με τ’ άστρα. Σαν η καρδιά μου να ανέκτησε το σωστό παλμό της. Και σαν να μου έδινε κάποιος πίσω ζωή. Χωρίς καμία δόση υπερβολής. Όταν τα αισθήματα βρίσκουν αποδέκτη στο δημιουργό τους, δικαιώνεσαι. Όταν η καρδιά βρει τη θέση που της αξίζει, θα το νιώσεις. Είναι λες κι όλα σου τα βήματα, όλες σου οι μάχες, όλες σου οι νίκες, όλα σου τα μαύρα, τα στραβά και τα ανάποδα να άξιζαν, όσο αλλόκοτο κι αν σ’ ακούγεται. Να βρήκαν καταφύγιο και λύτρωση συνάμα.

Μ’ αγαπούσες. Έτσι έμαθα. Έτσι είπε κάποιος φίλος σου, που θέλησε να μου δανείσει λίγη αλήθεια. Αυτήν που σκέπασε η κοινή δειλία μας. Βαθιά μέσα μου το πίστευα, εξάλλου. Δεν ξε-αγαπάνε εύκολα οι άνθρωποι κι είναι γνωστό τοις πάσι. Μ’ αγαπούσες ακόμα, παρ’ όλα τα πήγαιν’ έλα, παρ’ όλα τα πολύ δύσκολα μας. Όσες φορές κι αν σε κράτησα σε απόσταση για να μην κολλήσεις λίγη απ’ τη μαυρίλα μου. Πάντα μ’ άρεσε να χρωματίζω τους ανθρώπους, να ξέρεις. Αν δεν το μπορούσα, δεν τους ενοχλούσα καν. Έφευγα. Το έσκαγα. Σαν να μην υπήρξα ποτέ.

Δεν ήθελα να σε μαυρίσω ούτε να σου λερώσω τα χρώματα. Δεν ήθελα να παίρνεις απ’ τα δικά μου βάρη και να καμπουριάζεις. Ήθελα να σε βλέπω με το κεφάλι ψηλά. Έτσι όπως σε γνώρισα. Περήφανο κι άτρωτο. Ήθελα να σε βλέπω πάντα να γελάς. Και μένα, ήθελα να με θυμάσαι χαμογελαστή. Ποτέ με δάκρυα. Ποτέ έτσι κι έτσι. Πάντα με τα χρώματά μου. Αλλιώς καθόλου. Κι εγώ περήφανη ήμουν, εξάλλου.

Δεν ήθελα να φέρω βροχές στα ουράνια τόξα σου κι ας είναι αυτή η σειρά κάπως ανάποδη. Έμαθα πως μ’ αγαπούσες ακόμα -αν και δεν αμφέβαλλα.  Όχι επειδή εγώ είμαι κάποια, αλλά επειδή εσύ ήσουν αυτός. Κατάλαβες;

Ένιωσα να ξαναγεννιέμαι, μα δεν μπορούσα να κάνω και πολλά. Εσύ είχες ήδη προχωρήσει τη ζωή σου. Κι εγώ είχα ακόμα εκείνη τη θλίψη στα μάτια. Βλέπεις, η ζωή δεν παύει να μας συμβαίνει κι εγώ δε λέω να κόψω τις πολλές ευαισθησίες. Έτσι είμαι και δε νομίζω να αλλάζουν πια οι άνθρωποι σε αυτή την ηλικία. Εσύ ήσουν, άλλωστε, αυτός που μου άνοιγε πάντα τα μάτια. Άρα;

Με τι κότσια να σου ζητούσα, όμως, ξανά αγάπη; Με τι μαγκιά να διεκδικούσα πίσω τα χάδια σου; Μετέωρη μετά από μια αποκάλυψη που παρακαλούσα κι ουσιαστικά ήξερα ήδη. Ίσως γιατί ένιωθα το ίδιο. Ίσως γιατί σε ήξερα. Όπως και να ’χει δεν μπορούσα να κάνω και πολλά.

Τουλάχιστον επιβεβαιώθηκα ότι το μεταξύ μας είναι ακόμα κάτι σημαντικό και για σένα. Πως κάπου ζει ακόμα, έστω και σαν ανάμνηση. Δε θα σου χαλούσα ξανά τη ζωή. Δε θα ζωγράφιζα κουκκίδα στον καινούργιο σου καμβά. Δε θα σου λέρωνα τις αποχρώσεις στην παλέτα σου. Θα σε άφηνα να ξεφύγεις εντελώς απ’ το μαύρο κι από μένα.

Δεν υπήρξα ποτέ εγωίστρια για να το κάνω τώρα. Πόσο μάλλον όταν αυτό έχει να κάνει με τη δική σου ευτυχία. Τα δικά σου χρώματα. Αυτό που έμαθα, όμως, το κράτησα σαν το πιο φωτεινό χρώμα στη δική μου παλέτα.

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Χάσικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη