Ξαδερφάκι μου αγαπημένο. Αδερφάκι μου. Αίμα μου. Αδυναμία μου. Φιλαράκι μου. Από πού ν’ αρχίσω και πού να βάλω τελεία σε κάτι τόσο σπάνιο, αμοιβαίο κι ανιδιοτελές σαν και το δικό μας. Να ξέρεις, είμαστε συγγενείς εξ αίματος, μα κολλητές από κοινή επιλογή. Την καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαμε να κάνουμε και το ξέρεις πως έχω δίκαιο.

Μαζί μεγαλώσαμε κι ενηλικιωθήκαμε. Ήμουν εκεί όταν μπήκες στη ζωή μας και σε υποδέχτηκα με διάπλατα ανοιχτές αγκάλες. Βλέπεις, μια σχέση σαν τη δική μας δεν μπορούσε ν’ αρχίσει κι αλλιώς. Ήμουν εκεί όταν πρωτοπερπάτησες, όταν έσβησες τα πρώτα σου κεράκια, όταν φώναξες το όνομά μου –λίγο λάθος– την πρώτη φορά. Τι γλυκό, όμως, που ακούστηκε αυτό το λαθάκι, γιατί ήταν από σένα κι είχε μέσα του τόση αγάπη και λαχτάρα.

Μαζί παίζαμε στις αυλές και σκαρώναμε γκάφες. Τρέχαμε συνεχώς, με την ελευθερία και την ανεμελιά να φωλιάζουν σε κάθε κύτταρό μας. Γιατί αυτό είναι τελικά η παιδική ηλικία: ξεγνοιασιά κι ευτυχία. Ωραία χρόνια. Κι εσύ ήρθες και μου τα ομόρφυνες κι άλλο, ξαδερφάκι μου.

Μαζί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας στο χωριό, στη θάλασσα, στο βουνό. Στα ταξίδια μας, φτιάχναμε στην άμμο κάστρα και φλερτάραμε με τα αστέρια τις νύχτες όταν τα μυστικά μας ήθελαν πια να ειπωθούν. Δεν μπορούσαν να κρυφτούν, δεν μπορούσαμε ούτε κι εμείς να κρυφτούμε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Βιαζόμασταν, βλέπεις, να τα κάνουμε όλα. Να τα ζήσουμε όλα πολύ. Και τελικά, τα ζήσαμε πολύ όλα.

Μπαίνοντας στην εφηβεία κι ενώ χανόμασταν μες στα βιβλία μας, πάντα συμφωνούσαμε πόσο χαζά είναι τα φλερτ μας και πόσο δύσκολοι ήταν οι καιροί για νεράιδες και πρίγκιπες. Ακόμα είναι, από τότε, για φαντάσου.

Έπειτα μεγαλώσαμε κι η ζωή αποφάσισε να συμβεί. Να μας συμβεί ετσιθελιστικά. Μαζί ματώσαμε και κάτσαμε να γιατρέψουμε τις πληγές μας δίνοντας υποσχέσεις και λαμβάνοντας δράση, γιατί αλλιώς δεν κερδίζεται καμιά μάχη κι ούτε μικραίνει ο δρόμος.

Νύχτες ολόκληρες μιλούσαμε μέχρι να μας πάρει επιτέλους ο ύπνος απ’ το κλάμα. Να δεις που κάποτε είναι λυτρωτικό, τρομάρα του. Μαζί πονέσαμε, κλάψαμε, βαλαντώσαμε, παραπονεθήκαμε, μα δεν το βάλαμε ποτέ μας κάτω κι ας μαύριζε συχνά ο ουρανός μας. Ίσως επειδή ήμασταν μαζί. Ίσως. Ίσως επειδή αντέχουμε. Ίσως και να φταίει ο συνδυασμός. Δεν ξέρω να σου πω. Κάπου σταμάτησα και να το ψάχνω.

Από τότε που μας θυμάμαι κάναμε όνειρα. Κι όχι αστεία ή ψιλοπράγματα, όνειρα μεγάλα. Από εκείνα που φοβάσαι να πας και τα πόδια σου τρέμουν. Αν θες να βάλεις έναν στόχο κάνε τον να αξίζει. Έτσι δε μας έμαθαν από μωρά;

Αυτά τα όμορφα όνειρα έδωσαν με βία πάνω σε τόσα εμπόδια, μα δε σκόνταψαν. Βρήκαν τα πόδια τους κι έφτασαν στο τέρμα. Τα φτερά της φιλοδοξίας και της πίστης που μας κόλλησαν τότε μας έφεραν μέχρι εδώ σήμερα. Εσένα κι έμενα. Θέλω να νιώθεις περηφάνια για μας, όπως κι εγώ.

Όταν, άλλοτε, πνιγόμουν σε μια κουταλιά νερό, μου θύμιζες ποια είμαι και πόσα αξίζω. Κι όταν εσύ πνιγόσουν, χανόσουν και κρυβόσουν γιατί εγώ είμαι πιο διαχυτική κι εσύ πιο εσωστρεφής, στου έστελνα μηνύματα αγάπης κι αλήθειες που έλεγαν πόσα πολλά σημαίνεις εσύ για μένα. Το μυαλό σου έμπαινε έτσι στη θέση του και συνέχιζε να πλάθει όνειρα. Κι η ψυχή σου έκανε επέκταση να χωρέσει μέσα τη ζωή, να αντέξει, να επιβιώσει. Μικρέ μου ήρωα.

Μόνο εσύ κι εγώ ξέρουμε πόσες φορές αλληλοκρατηθήκαμε για να μην πέσουμε στον γκρεμό. Μέχρι το λίγο να γίνει πολύ. Έστω και κουρασμένα. Έστω και πληγωμένα. Τα καταφέραμε, όμως. Η αγάπη μας να ξέρεις είναι ικανή για πολλά πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, ίσως δεν είναι πανάκεια, είναι όμως αρκετή και δυναμωτική εκεί που ο κόσμος μας καταρρέει. Και το κάνει αυτό ο δικός μας κόσμος. Μη με ρωτήσεις γιατί. Δεν ξέρω πάλι να σου πω.

Έχουμε, άλλωστε, υποσχεθεί να αφήσουμε το παράπονο στην άκρη γιατί δε μας βοηθάει πια. Μου είπες πως δεν κάνουμε πάντα καλό στον εαυτό μας και συμφώνησα. Σου είπα, όμως, πως δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια πια. Ξεμείναμε από επιλογές κι έτσι άλλαξες πορεία πλεύσης. Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που νομίζαμε δε θα τελειώσει ποτέ; Που νομίζαμε πως δε θα βγει και πως τελικά θα έβγαινε η ψυχή μας; Κι όμως κοίτα μας λίγο, μια στιγμή. Τα πάμε περίφημα. Η αγάπη μας θα φταίει.

Για όλες εκείνες τις φορές που μοιραστήκαμε γέλια και δάκρυα. Που δε νιώσαμε μοναξιά. Που βρήκαμε παρηγοριά σε μια οικεία αγκαλιά. Που ξεχαστήκαμε με τις βλακείες μας, γιατί αυτά τα μικρά είναι που μας θυμίζουν να μην παύουμε να αγωνιζόμαστε για τις καλύτερες μέρες μας. Γιατί η ζωή είναι όμορφη μες στην ασχήμια της. Γιατί υπάρχει λίγη μαγεία πίσω ακριβώς απ’ το χάος. Γιατί αξίζεις, αξίζω κι αξίζουμε μια καλύτερη μεταχείριση την οποία και θα βρούμε, επιμένω!

Για όλες εκείνες τις φορές που μιλούσαμε με τα μάτια ενώ δεν έβγαινε ούτε λέξη. Για τις φορές που ταξιδέψαμε παρέα ως παιδιά ή ως ενήλικες λίγο αργότερα. Για τις νύχτες που φλερτάραμε, μεθύσαμε κι ερωτευτήκαμε. Που κάναμε τον πόνο τραγούδι και τη θλίψη εκκωφαντικό γέλιο. Για τους πρωινούς καφέδες μας δίπλα στο κύμα που ευελπιστούσαμε να σώσουν κάπως το ξενύχτι μας, να συνέλθουμε για να αδράξουμε ακόμα μια μέρα μαζί, γιατί ο χρόνος μαζί σου είναι πάντα λίγος.

Για εκείνα τα ξημερώματα που μας βρήκαν παρέα να απελπιζόμαστε, να κάνουμε όμως πλάνα για τους επόμενους σταθμούς μας για να περάσει έτσι κάπως η ζωή. Να πάρει το επόμενο τρένο. Με προορισμό την ελπίδα, συνεπιβάτη την πίστη και μια ζωή όνειρα σε αποσκευές.

Για όλα αυτά και για όλα τα άλλα που θα μείνουν μεταξύ μας, σ’ αγαπώ μικρό μου ξ-αδερφάκι. Θα σε προσέχω και θα με προσέχεις για πάντα. Όπως αποδεικνύουν οι φράσεις που χαράξαμε από παιδιά σε ένα κομμάτι ξύλο, «μαζί για πάντα» και «μέχρι το άπειρο κι ακόμα παραπέρα».

Παντοτινά δική σου.

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Χάσικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη