Ξημερώνει η πρώτη μέρα ενός ολοκαίνουργιου έτους. Αύριο γράφεται η πρώτη σελίδα σε ένα κεφάλαιο τρακοσίων εξήντα πέντε ευκαιριών. Είσαι έτοιμος; Όλα τα σενάρια μοιάζουν πιο πιθανά κι όλα αποκτούν μια φωτεινότερη εκδοχή. Έτσι λένε. Έτσι ισχυρίζονται κι ίσως έχουν κάποιο δίκαιο. Πίστεψέ με, κανείς μας δε θέλει να μείνει παρέα με τον εαυτό του κάτι τέτοιες μέρες. Ή μάλλον, να κάτσει αναμετρηθεί μαζί του, γιατί για αναμέτρηση πρόκειται.

Είναι μια από εκείνες τις περιόδους που οι τοίχοι σε πλακώνουν αντί να σε προστατεύουν. Δεν επιζητείς να μείνεις μόνος γιατί θα σε κυριεύσει ό,τι δεν κατάφερες να δαμάσεις μέσα στο κεφάλι σου ούτε κι αυτόν τον χρόνο.

Στιγμές πιάνεις τον εαυτό σου να κοιτά απεγνωσμένα το κινητό. Ποιος σε θυμήθηκε. Ποιος σε ξέχασε. Ποιος αναζητεί την παρέα σου. Ποιος νοιάστηκε πώς τα κουτσοκαταφέρνεις και προχωράς. Όλα γίνονται κομματάκι εντονότερα, θες-δε θες.

Αναπολείς, αναπόφευκτα. Ανθρώπους που δε βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Ανθρώπους που έδιναν άλλη γεύση στα Χριστούγεννά σου. Ανθρώπους που έφυγαν παίρνοντας μαζί κι όλα σου τα Χριστούγεννα. Ή τουλάχιστον τα παιδικά σου Χριστούγεννα, με αστερόσκονη και λαμπιόνια. Καμία γιορτή και καμιά χαρά δεν πρόκειται να ’ναι ποτέ η ίδια, συνειδητοποιείς.

Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή αγάπης. Πως είναι δυνατόν να ‘ναι τα ίδια χωρίς εσένα; Εσένα που είχες για όλους τόση αληθινή αγάπη που δε στέρευε ποτέ. Δεν είναι. Και το ξέρεις. Το παραδέχεσαι. Και πονάει. Μα είναι εντάξει λες, για να περάσουν –και φέτος– οι μέρες.

Αποφεύγεις να συναντήσεις τον εαυτό σου κατάματα. Προσπερνάς κάθε καθρέπτη. Αφήνεις στη μέση τις αυτοκριτικές και τις αναδρομές. Σηκώνεσαι απ’ την πολυθρόνα. Πατάς τέρμα το γκάζι. Βγαίνεις για να τρέξεις απ’ την πραγματικότητα. Δε θες πάλι τα ίδια. Δε θες να θυμηθείς, να βαλαντώσεις και να χωθείς στα στρώματα. Πόσες φορές πια. Γι’ αυτό ξεγελάς εσκεμμένα τον εαυτό σου με τη φασαρία. Τη φασαρία που κάνουν ακόμα και τα πιο άγνωστα πρόσωπα, μα δε σε νοιάζει, φτάνει που υπάρχουν και σε κοιμίζουν για ακόμα λίγο. Να ’ναι καλά, λες.

Βγαίνεις, γλεντάς, πίνεις. Ποιος μένεις μέσα τέτοιες μέρες, λες. Ξεγελιέσαι πως ξεγελάς τον εαυτό σου, μα πλανάσαι. Οι ώρες της στυγνής αντιμετώπισης των φόβων σου έρχεται κάθε νύχτα ή ξημέρωμα που τα κλειδιά μπαίνουν στην πόρτα και καταλήγεις να μιλάς στο μαξιλάρι σου. Αυτό που πάντα είναι εκεί και δε βαρέθηκε να ακούει τα ίδια. Δεν έχει και επιλογή, άλλωστε, μήτε και βούληση.

Σου λείπει. Αναζητάς αυτόν τον άνθρωπο που ήταν εκεί απ’ τα πρώτα σου μπουσουλήματα και που στολίζατε μαζί τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα σας. Τα συγκρίνατε. Ποιο είναι πιο πρωτότυπο. Ποια στολίδια έκαναν τη διαφορά και κέρδισαν τις εντυπώσεις. Σου λείπει συχνά. Μα κάθε νέα αρχή σαν κι αυτή σου λείπει πιο πολύ. Ας είναι.

Άλλοτε πάλι θα αποφασίσουν να χωθούν όλοι στον κόσμο τους και το τηλέφωνο να νεκρώσει για ώρες. Την έπαθες, λες. Καμία έξοδος κινδύνου δεν είναι διαθέσιμη αυτή τη στιγμή κι ο τηλεφωνητής το επιβεβαιώνει. Βαλτός είναι κι αυτός; Θα πρέπει να ανεχτείς τον εαυτό σου και να βάλεις μια τάξη στις σκέψεις σου. Ψιλά γράμματα.

Γιατί τον φοβάσαι τόσο πολύ τον εαυτό σου θα ‘θελα να ‘ξερα. Αφού το διαισθάνεσαι πως όλες οι καταστάσεις σε οδηγούν να τον φτιάξεις λίγο. Τι λες να πάρεις μια απόφαση και να κάνουμε μαζί μια υπόσχεση στον εαυτό μας για τη νέα χρονιά; Το μεγαλύτερο δώρο που σου έκανες ποτέ.

Πως δε χρειαζόμαστε κανένα. Πως ό,τι έχουμε ανάγκη υπάρχει στο μυαλό και στην ψυχή μας. «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα». Πάρε την απόφαση πως τα καταφέρνουμε και μόνοι μας καλά κι η μοναξιά –όταν προκύπτει– δεν είναι εχθρός, μα ευκαιρία ανασυγκρότησης κι αναδιαμόρφωσης.

Μην τη φοβάσαι τη μοναξιά σου. Είναι φίλη καλή. Αυτή που σε δυναμώνει. Σε πλάθει. Σε δημιουργεί. Σε βάζει να σταθείς στα πόδια σου με το ζόρι. Σε συνεφέρνει. Σου χτυπά το καμπανάκι κινδύνου και σου επισημαίνει πως αν δεν ανήκεις πρώτα εσύ στον εαυτό σου, πως αν δεν είσαι κυρίαρχός του, μην τολμάς να ζητάς ενισχύσεις. Όλα ξεκινάνε από εσένα.

Η πειθαρχεία βάλθηκε να σου βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και να σε κάνει στρατιωτάκι της. Πειθάρχησε τον εαυτό σου πια. Πόσα χρόνια να κάνει αυτός κουμάντο; Μια ζωή έχετε να ζήσετε μαζί και κοίταξε να τα βρείτε. Επιτέλους. Τα χρόνια περνάνε μπροστά στα μάτια σου. Πάρε μια βαθιά ανάσα και μαζί ένα ρίσκο. Ζήσε τη ζωή μου πάντα σου άξιζε. Αλλά κάν΄ το τώρα. Σε παρακαλώ.

Κανείς μας δε θέλει να βρίσκεται μόνος του κάτι τέτοιες χαρούμενες μέρες. Κι όμως γιατί να σε τρομάζει αν αυτό συμβεί; Μόνοι μας ερχόμαστε και μόνοι μας φεύγουμε σε αυτό το γρήγορο πέρασμα, μη μασάς, απλά στο μεσοδιάστημα μαθαίνουμε να ανεχόμαστε και να εξελίσσουμε την ύπαρξηή μας. O εαυτός μας είναι η υπερδύναμή μας κι η μοναξιά μας ο τρόπος να την αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Μην τον φοβάσαι τον εαυτό σου.

Κάνε του και λίγο παρέα. Κάτσε λίγες στιγμές μαζί του. Άκουσέ τον. Βάλε το χέρι στην καρδιά και ρώτησέ τον. Τι είναι αυτό που πραγματικά ποθείς; Βγάλε τον για μια βόλτα. Πηγαίνετε μαζί ένα ταξίδι. Νοερό έστω. Παίξτε με τα κύματα και φτιάξτε ιστορίες. Κτίστε κάστρα. Γίνε για λίγο το παιδί που υπήρξες. Είναι ακόμα εκεί κι αναζητεί τη σημασία σου. Αναθεωρήστε κι αποκτήστε μαζί άλλα μυαλά. Σκάσε ένα χαμόγελο. Για όλα όσα είσαι ευγνώμων. Ρίξε κι ένα κλάμα για το φινάλε, αν αυτό νιώθεις. Για όλα αυτά που μας απογοήτευσαν. Για το κεφάλαιο που εκπνέει σε λίγες ώρες. Θα καθαρίσουν τα μάτια σου και θα δεις την αλήθεια. Για ποια αλήθεια σου μιλάω;

Η αλήθεια είναι, φιλαράκι μου, πως ο καθένας είναι ο ήρωας του εαυτού του όταν όλοι οι άλλοι είναι απασχολημένοι με τα δικά τους. Κι αυτό κάπου το διάβασα και μου εντυπώθηκε γιατί εκφράζει μια αλήθεια που πολλές φορές την αρνείσαι εθελοτυφλώντας.

Καλή σου χρόνια, εαυτέ μου. Ό,τι καλύτερο! Να σε αγαπάς και να σε προσέχεις ακόμα κι όταν το σκηνικό αδειάζει. «Να ξέρεις την αξία σου και να προσθέτεις φόρο».

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Χάσικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη